ὑπερβίβασις: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
(43)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-άσεως, ἡ, Α [[ὑπερβιβάζω]]<br />[[διαβίβαση]], [[πέρασμα]] [[πάνω]] από [[κάτι]] («τῶν λέμβων [[ὑπερβίβασις]]», <b>Πολ.</b>).
|mltxt=-άσεως, ἡ, Α [[ὑπερβιβάζω]]<br />[[διαβίβαση]], [[πέρασμα]] [[πάνω]] από [[κάτι]] («τῶν λέμβων [[ὑπερβίβασις]]», <b>Πολ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερβίβᾰσις:''' εως ἡ v. l. = [[ὑπέρβασις]] 1.
}}
}}

Revision as of 08:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερβῐβᾰσις Medium diacritics: ὑπερβίβασις Low diacritics: υπερβίβασις Capitals: ΥΠΕΡΒΙΒΑΣΙΣ
Transliteration A: hyperbíbasis Transliteration B: hyperbibasis Transliteration C: ypervivasis Beta Code: u(perbi/basis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A v. ὑπέρβασις 111.

German (Pape)

[Seite 1192] εως, ἡ, das Darüberführen, -setzen (?).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερβίβᾰσις: -εως, ἡ, τὸ μεταβιβάζειν, διαβιβάζειν ὑπεράνω, διαβίβασις, ἴδε ὑπέρβασις ΙΙΙ.

Greek Monolingual

-άσεως, ἡ, Α ὑπερβιβάζω
διαβίβαση, πέρασμα πάνω από κάτι («τῶν λέμβων ὑπερβίβασις», Πολ.).

Russian (Dvoretsky)

ὑπερβίβᾰσις: εως ἡ v. l. = ὑπέρβασις 1.