ἕστασαν: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
(4)
(2)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἕστᾰσαν:'''<b class="num">I.</b> γʹ πληθ. συγκοπτ. υπερσ. του [[ἵστημι]], στάθηκαν.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἔστᾰσαν</i>, αντί <i>ἔστησαν</i>, γʹ πληθ. αορ. αʹ, έστησαν ή τοποθέτησαν.
|lsmtext='''ἕστᾰσαν:'''<b class="num">I.</b> γʹ πληθ. συγκοπτ. υπερσ. του [[ἵστημι]], στάθηκαν.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἔστᾰσαν</i>, αντί <i>ἔστησαν</i>, γʹ πληθ. αορ. αʹ, έστησαν ή τοποθέτησαν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἕστᾰσαν:''' эп. 3 л. pl. ppf. к [[ἵστημι]].
}}
}}

Revision as of 08:16, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἕστᾰσαν: γ΄ πληθ. συγκεκομμ. ὑπερσ. τοῦ ἵστημι, Ὅμ.: ἀλλά, ΙΙ. ἔστᾰσαν, ἀντὶ ἔστησαν, γ΄ πληθ. ἀορ. α΄, ἔστησαν ἢ ἐτοποθέτησαν, Ἰλ. Β. 525, Ὀδ. Γ. 182, Σ. 307, πρβλ. ἰδίως Ἰλ. Μ. 55. 56.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. épq. pqp. de ἵστημι.

Greek Monotonic

ἕστᾰσαν:I. γʹ πληθ. συγκοπτ. υπερσ. του ἵστημι, στάθηκαν.
II. ἔστᾰσαν, αντί ἔστησαν, γʹ πληθ. αορ. αʹ, έστησαν ή τοποθέτησαν.

Russian (Dvoretsky)

ἕστᾰσαν: эп. 3 л. pl. ppf. к ἵστημι.