μηχανοδίφης: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μηχᾰνοδίφης:''' -ου, ὁ (δῑφάω), αυτός που εφευρίσκει τεχνάσματα, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''μηχᾰνοδίφης:''' -ου, ὁ (δῑφάω), αυτός που εφευρίσκει τεχνάσματα, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μηχᾰνοδίφης:''' ου (ῑ) ὁ досл. изобретатель машин, перен. затейник Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:24, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, (διφάω)
A inventing artifices or machines, Ar.Pax 790.
German (Pape)
[Seite 181] ὁ, der Mittel u. Kunstgriffe aufsucht u. braucht, Ar. Pax 769.
Greek (Liddell-Scott)
μηχᾰνοδίφης: -ου, ὁ, (δῑφάω) ὁ εὑρίσκων τεχνάσματα ἢ μηχανάς, Ἀριστοφ. Εἰρ. 790.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui est à la recherche d’expédients.
Étymologie: μηχανή, διφάω.
Greek Monolingual
μηχανοδίφης, ὁ (Α)
αυτός που επινοεί τεχνάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + -δίφης (< διφῶ «ψάχνω, ερευνώ» πρβλ. αστρο-δίφης, φυσιο-δίφης].
Greek Monotonic
μηχᾰνοδίφης: -ου, ὁ (δῑφάω), αυτός που εφευρίσκει τεχνάσματα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
μηχᾰνοδίφης: ου (ῑ) ὁ досл. изобретатель машин, перен. затейник Arph.