πεισίμβροτος: Difference between revisions
From LSJ
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
(31) |
(3b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που κερδήθηκε με την κατάπειση, με την [[πειθώ]] τών ανθρώπων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πεισι</i>- του [[πείθω]] (<b>πρβλ.</b> [[πεῖσις]] [II]), συνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]], <span style="color: red;">+</span> <i>μβροτός</i>]. | |mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που κερδήθηκε με την κατάπειση, με την [[πειθώ]] τών ανθρώπων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πεισι</i>- του [[πείθω]] (<b>πρβλ.</b> [[πεῖσις]] [II]), συνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]], <span style="color: red;">+</span> <i>μβροτός</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πεισίμβροτος:''' v. l. = [[πεισίβροτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A won by persuading mortals, δόξα B.8.2.
German (Pape)
[Seite 547] die Sterblichen überredend, zum Gehorsam bringend, βάκτρον, Aesch. Ch. 357.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που κερδήθηκε με την κατάπειση, με την πειθώ τών ανθρώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεισι- του πείθω (πρβλ. πεῖσις [II]), συνθ. του τύπου τερψίμβροτος, + μβροτός].
Russian (Dvoretsky)
πεισίμβροτος: v. l. = πεισίβροτος.