συσχηματίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον σκάπτε, ἔνδονπηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συσχημᾰτίζω:''' [[σχηματίζω]] [[κάτι]] σύμφωνα με κάποιο [[άλλο]], συνδιαμορφώνω, [[συμμορφώνω]], τι [[πρός]] τι, σε Αριστ. — Παθ., συμμορφώνομαι, [[ακολουθώ]] το [[παράδειγμα]] κάποιου, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''συσχημᾰτίζω:''' [[σχηματίζω]] [[κάτι]] σύμφωνα με κάποιο [[άλλο]], συνδιαμορφώνω, [[συμμορφώνω]], τι [[πρός]] τι, σε Αριστ. — Παθ., συμμορφώνομαι, [[ακολουθώ]] το [[παράδειγμα]] κάποιου, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''συσχημᾰτίζω:''' сообразовывать, приспособлять, приводить в связь (τι πρός τι Arst., Plut. и τινί NT): συσχηματίζεσθαι πρός τινα ἐν φιλίᾳ Plut. жить с кем-л. в дружбе; [[ζηλωτής]] τινος συσχηματισθείς Plut. став на чью-л. сторону, т. е. заступившись за кого-л.; συσχηματίζεσθαι ἀλλήλοις Sext. (о небесных светилах) находиться в определенном положении друг к другу.
}}
}}

Revision as of 08:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσχημᾰτίζω Medium diacritics: συσχηματίζω Low diacritics: συσχηματίζω Capitals: ΣΥΣΧΗΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: syschēmatízō Transliteration B: syschēmatizō Transliteration C: syschimatizo Beta Code: susxhmati/zw

English (LSJ)

   A correct, remodel, σ. [τοὺς ὁρισμοὺς] πρὸς τὸ . . ἔχειν ἐπιχείρημα Arist.Top.151b8; τὰ φαντάσματα Plu.2.83c:—Pass., form oneself after another, to be conformed to his example, πρός τινας ib. 100f; τῷ αἰῶνι τούτῳ Ep.Rom.12.2, cf. 1Ep Pet.1.14.    II Astron., in Pass., to be similarly situated, Ptol.Phas.p.12 H., Tetr.34, S.E. M.5.33, Vett.Val.42.22, al.

German (Pape)

[Seite 1046] mit, zugleich wonach bilden, gestalten, τὶ πρός τι, Arist. top. 6, 14; med. sich wonach bilden, richten, ἡ κακία πρὸς ἑτέρους συσχηματιζομένη, Plut. de virt. et vit. M.; – ἀλλήλοις, von den Gestirnen, eine Stellung gegen einander annehmen, S. Emp. adv. astrol. 33. 40.

Greek (Liddell-Scott)

συσχημᾰτίζω: σχηματίζω τι συμφώνως πρὸς ἕτερον, συνδιαπλάσσω, συμμορφῶ, σ. τι πρός τι Ἀριστ. Τοπ. 6. 14, 4· ἀπολ., Πλούτ. 2. 83Β· - Παθητ., συμμορφοῦμαι πρός τινα, ἀκολουθῶ τὸ παράδειγμά τινος, πρός τινα Πλούτ. 2. 100F· πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Νουμ. 20· τινι Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ιβ΄, 2, Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 14, Κλήμ. Ἀλεξ. 194· ἐπὶ ὑποκριτῶν θεατρικῶν ἢ ἐπὶ ῥητόρων, Ρήτορες (Walz) τ. 5, σ. 610. ΙΙ. Παθ., ἐπὶ τῶν ἀστερισμῶν, ἵσταμαι ἐν ἀμοιβαίᾳ ἀντιθέσει, Σέξ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 33, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολ. 142· ὅθεν συσχημᾰτισμός, ὁ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 30· συσχημάτισις, ἡ, Πρόκλ.

French (Bailly abrégé)

figurer ou façonner sur le modèle de, conformer;
Moy. συσχηματίζομαι se conformer à, se modeler sur, avec πρός et l’acc..
Étymologie: σύν, σχηματίζω.

English (Strong)

from σύν and a derivative of σχῆμα; to fashion alike, i.e. conform to the same pattern (figuratively): conform to, fashion self according to.

English (Thayer)

(WH συνχηματίζω (so T in Romans , Tr in 1Peter; cf. σύν, II. at the end)): present passive, συσχηματίζομαι; (σχηματίζω, to form); a later Greek word; to conform (Aristotle, top. 6,14, p. 151b, 8; Plutarch, de profect. in virt. 12, p. 83b.)); passive reflexively, τίνι, to conform oneself (i. e. one's mind and character) to another's pattern (fashion oneself according to (cf. Lightfoot's Commentary on Philippians , p. 130f)): Winer's Grammar, 352 (330f)). (πρός τί, Plutarch, Numbers 20 common text.)

Greek Monolingual

Α σχηματίζω
1. σχηματίζω, διαπλάθω κάτι σύμφωνα με κάτι άλλο
2. μέσ. συσχηματίζομαι
α) συμμορφώνομαι προς κάποιον, ακολουθώ το παράδειγμα του
β) (για αστερισμούς) βρίσκομαι στην ίδια θέση
γ) κάνω χειρονομίες («συνεσχηματίζοντο τοῑς σώμασιν», Διον. Αλεξ.).

Greek Monotonic

συσχημᾰτίζω: σχηματίζω κάτι σύμφωνα με κάποιο άλλο, συνδιαμορφώνω, συμμορφώνω, τι πρός τι, σε Αριστ. — Παθ., συμμορφώνομαι, ακολουθώ το παράδειγμα κάποιου, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

συσχημᾰτίζω: сообразовывать, приспособлять, приводить в связь (τι πρός τι Arst., Plut. и τινί NT): συσχηματίζεσθαι πρός τινα ἐν φιλίᾳ Plut. жить с кем-л. в дружбе; ζηλωτής τινος συσχηματισθείς Plut. став на чью-л. сторону, т. е. заступившись за кого-л.; συσχηματίζεσθαι ἀλλήλοις Sext. (о небесных светилах) находиться в определенном положении друг к другу.