ἀκρόνυχος: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκρόνῠχος:''' -ον ([[νύξ]]), στην [[αρχή]] της νύχτας, προς το [[βραδάκι]], σε Θεόκρ. κ.λπ.<br /><b class="num">• ἀκρόνῠχος:</b> -ον ([[ὄνυξ]]) = [[ἀκρώνυχος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀκρόνῠχος:''' -ον ([[νύξ]]), στην [[αρχή]] της νύχτας, προς το [[βραδάκι]], σε Θεόκρ. κ.λπ.<br /><b class="num">• ἀκρόνῠχος:</b> -ον ([[ὄνυξ]]) = [[ἀκρώνυχος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκρόνῠχος:''' Anth. = [[ἀκρώνυχος]].<br />появляющийся с наступлением ночи (ἄνεμοι Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:56, 31 December 2018
English (LSJ)
(A), ον,
A at nightfall, ἄνεμοι Arist.Mete.367b26; ἀνατολαί Thphr.Sign.2; φάσεις Procl.Hyp.5.66; σφάζων ἀκρόνυχος Theoc.Beren.3, cf. Nic. Th.761:—neut. as Adv., Arist.Pr.942a23. (Written ἀκρώνυχος in PHib.27 (iii B. C.).)
ἀκρ-όνῠχος (B), ον,
A = ἀκρώνυχος, AP6.103 (Phil.), Q.S.8.157.
German (Pape)
[Seite 84] (s. ἀκρώνυχος), leicht berührend, κανών Phil. 15 (VI, 103); zw. bei Qu. Sm. 8, 157. am Anfange der Nacht, Arist. Probl. 26, 18; Theocr. frg. Beren. 3 u. sp. D., wie λύχνοι ἀκρ. Nic. Th. 766; ἀνατολαί, Spätaufgang (ὅταν ἅμα δυομένῳ ἡλίῳ ἀνατέλλῃ), Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρόνῠχος: -ον, κατὰ τὴν ἀρχὴν τῆς νυκτός, πρὸς ἑσπέραν, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8. 28, Θεόφρ. περὶ σημείων ὑδάτ. 1. 2, Θεόκρ. 31. 3, Νικ. Θ. 761: ― τὸ οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ. Ἀριστ. Προβλ. 26. 18.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
au commencement de la nuit.
Étymologie: ἄκρος, νύξ.
2ος, ον :
c. ἀκρώνυχος.
Spanish (DGE)
(ἀκρόνῠχος) -ον
• Grafía: graf. ἀκρών- PHib.27.56 (III a.C.), PMich.149.11.10
1 vespertino ἀνατολαί Thphr.Sign.2, φάσεις Procl.Hyp.5.66, δειπνητός Nic.Th.761, Πέλειαι (identif. con las Πλειάδες) Posidipp.Epigr.39, del planeta Júpiter Ζεύς Nonn.D.6.244, cf. Chal.Comm.71, Cat.Cod.Astr.8(2).84.5, astrol. en PMich.l.c.
•neutr. como adv. ἄνεμος γίνεται ... ἀκρόνυχον Arist.Pr.942a23, cf. Arist.Mete.367b26.
2 pred. trad. como adv. al anochecer de ritos σφάζων ἀκρόνυχος Theoc.Fr.3.3, Ἀρκτοῦρος ἀ. ἐπιτέλλει PHib.l.c., cf. 67
•subst. ἐν τοῖς ἀκρωνύχοις en las ceremonias o ritos vespertinos, Milet 1(7).205a.
v. 2 ἀκρώνυχος.
Greek Monolingual
ἀκρόνυχος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει στην αρχή της νύκτας, στο σούρουπο
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀκρόνυχον
όταν πέφτει η νύχτα, στο δειλινό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -νυχος < νὺξ (πρβλ. ἀκρόνυκτος, ἀκρονύκτιος).
ΠΑΡ. μσν. ἀκρονυχία.
Greek Monotonic
ἀκρόνῠχος: -ον (νύξ), στην αρχή της νύχτας, προς το βραδάκι, σε Θεόκρ. κ.λπ.
• ἀκρόνῠχος: -ον (ὄνυξ) = ἀκρώνυχος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκρόνῠχος: Anth. = ἀκρώνυχος.
появляющийся с наступлением ночи (ἄνεμοι Arst.).