πευθώ: Difference between revisions
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πευθώ:''' -οῦς, ὁ ([[πυθέσθαι]]), ειδήσεις, μαντάτα, [[νέα]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''πευθώ:''' -οῦς, ὁ ([[πυθέσθαι]]), ειδήσεις, μαντάτα, [[νέα]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πευθώ -οῦς, ἡ [πεύθομαι] bericht. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:00, 31 December 2018
English (LSJ)
οῦς, ἡ,
A tidings, A.Th.370.
German (Pape)
[Seite 606] ἡ, Kunde, Nachricht, πευθώ τιν' ἡμῖν νέαν φέρει, Aesch. Spt. 352.
Greek (Liddell-Scott)
πευθώ: -οῦς, ἡ, ἀγγελία, πευθώ τιν’ ἡμῖν… νέαν φέρει Αἰσχύλ. Θήβ. 370.
French (Bailly abrégé)
όος-οῦς (ἡ) :
information, nouvelle.
Étymologie: cf. πυνθάνομαι.
Greek Monolingual
-οῡς, ἡ, Α
αναγγελία, ανακοίνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεύθομαι + επίθημα -ώ (πρβλ. φειδ-ώ: φείδομαι)].
Greek Monotonic
πευθώ: -οῦς, ὁ (πυθέσθαι), ειδήσεις, μαντάτα, νέα, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πευθώ -οῦς, ἡ [πεύθομαι] bericht.