περπερεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περπερεύομαι:''' αποθ., [[καυχιέμαι]] ή [[κομπάζω]] για τον εαυτό μου, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''περπερεύομαι:''' αποθ., [[καυχιέμαι]] ή [[κομπάζω]] για τον εαυτό μου, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elnl
|elnltext=περπερεύομαι [πέρπερος: opschepper] opscheppen, pralen.
}}
}}

Revision as of 10:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περπερεύομαι Medium diacritics: περπερεύομαι Low diacritics: περπερεύομαι Capitals: ΠΕΡΠΕΡΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: perpereúomai Transliteration B: perpereuomai Transliteration C: perpereyomai Beta Code: perpereu/omai

English (LSJ)

   A boast, brag, 1 Ep.Cor.13.4, M.Ant.5.5.

German (Pape)

[Seite 603] ein πέρπερος sein, wie ein πέρπερος reden, handeln, d. i. windbeuteln, großprahlen, aufschneiden, sich womit brüsten, lügen, wie ἀλαζονεύομαι, Sp., N. T., wo es προπετεύεται, καλλωπίζεται erklärt wird.

French (Bailly abrégé)

être léger, frivole, étourdi.
Étymologie: πέρπερος.

English (Strong)

middle voice from perperos (braggart; perhaps by reduplication of the base of πέραν); to boast: vaunt itself.

English (Thayer)

(to be πέρπερος, i. e. vain-glorious, braggart, Polybius 32,6, 5; 40,6, 2; Epictetus diss. 3,2, 14); to boast oneself (A. V. vaunt oneself): Antoninus 5,5; the compound ἐμπερπερεύεσθαι is used of adulation, employing rhetorical embellishments in extolling another excessively, in Cicero, ad Attic. 1,14. Hesychius περπερεύεται. κατεπαίρεται); Cf. Osiander (or Wetstein) on 1 Corinthians , the passage cited (Gataker on Marc. Antoninus 5,5, p. 143).

Greek Monolingual

ΜΑ πέρπερος
καυχιέμαι, μιλώ ή συμπεριφέρομαι επιδεικτικά και αλαζονικά («ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῡται», ΚΔ).

Greek Monotonic

περπερεύομαι: αποθ., καυχιέμαι ή κομπάζω για τον εαυτό μου, σε Καινή Διαθήκη

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περπερεύομαι [πέρπερος: opschepper] opscheppen, pralen.