παμπόρφυρος: Difference between revisions

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
(5)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παμπόρφῠρος:''' -ον ([[πορφύρω]]), [[ολοπόρφυρος]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''παμπόρφῠρος:''' -ον ([[πορφύρω]]), [[ολοπόρφυρος]], σε Πίνδ.
}}
{{elnl
|elnltext=παμπόρφυρος -ον [πᾶς, πορφύρα] geheel purper.
}}
}}

Revision as of 10:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παμπόρφῠρος Medium diacritics: παμπόρφυρος Low diacritics: παμπόρφυρος Capitals: ΠΑΜΠΟΡΦΥΡΟΣ
Transliteration A: pampórphyros Transliteration B: pamporphyros Transliteration C: pamporfyros Beta Code: pampo/rfuros

English (LSJ)

ον,

   A all-purple, Pi.O.6.55.

German (Pape)

[Seite 454] ganz purpurn, Pind. Ol. 6, 55.

Greek (Liddell-Scott)

παμπόρφῠρος: -ον, ὁλοπόρφυρος, Πινδ. Ο. 6. 91.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout empourpré.
Étymologie: πᾶν, πορφύρα.

English (Slater)

παμπόρφῠρος, -ον
   1 deep-purple ἴων ξανθαῖσι καὶ παμπορφύροις ἀκτῖσι (O. 6.55)

Greek Monolingual

παμπόρφυρος, -ον (Α)
κατακόκκινος, ολοπόρφυρος («ξανθαῑς καὶ παμπορφύροις ἀκτῑσι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + πορφυρός].

Greek Monotonic

παμπόρφῠρος: -ον (πορφύρω), ολοπόρφυρος, σε Πίνδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παμπόρφυρος -ον [πᾶς, πορφύρα] geheel purper.