στήριξις: Difference between revisions

From LSJ
(6_8)
(nl)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''στήριξις''': -εως, ἡ, [[θέσις]] ἐστηριγμένη, [[ἀκίνητος]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1509. 2) τὸ ἀπολήγειν ἢ καταλήγειν εἴς τι ἰδιαίτερον [[μέρος]] τοῦ σώματος, ἐπὶ νόσου, ἐς ὀφθαλμὸν Ἱππ. 1134Α· πρβλ. [[στηρίζω]] Β. ΙΙ. 2.
|lstext='''στήριξις''': -εως, ἡ, [[θέσις]] ἐστηριγμένη, [[ἀκίνητος]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1509. 2) τὸ ἀπολήγειν ἢ καταλήγειν εἴς τι ἰδιαίτερον [[μέρος]] τοῦ σώματος, ἐπὶ νόσου, ἐς ὀφθαλμὸν Ἱππ. 1134Α· πρβλ. [[στηρίζω]] Β. ΙΙ. 2.
}}
{{elnl
|elnltext=στήριξις -εως, ἡ [στηρίζω] het zich vastzetten, het zich vestigen.
}}
}}

Revision as of 10:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στήριξις Medium diacritics: στήριξις Low diacritics: στήριξις Capitals: ΣΤΗΡΙΞΙΣ
Transliteration A: stḗrixis Transliteration B: stērixis Transliteration C: stiriksis Beta Code: sth/ricis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A fixed position, Sch.Ar.Nu.1509.    2 determination of a disorder to a particular part, ἐς ὀφθαλμόν Hp.Epid. 4.35; cf. στηρίζω B. 11.2.

Greek (Liddell-Scott)

στήριξις: -εως, ἡ, θέσις ἐστηριγμένη, ἀκίνητος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1509. 2) τὸ ἀπολήγειν ἢ καταλήγειν εἴς τι ἰδιαίτερον μέρος τοῦ σώματος, ἐπὶ νόσου, ἐς ὀφθαλμὸν Ἱππ. 1134Α· πρβλ. στηρίζω Β. ΙΙ. 2.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στήριξις -εως, ἡ [στηρίζω] het zich vastzetten, het zich vestigen.