πότος: Difference between revisions

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)

Source
(6)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πότος:''' ὁ (√<i>ΠΟ</i> από κάποιους χρόνους του [[πίνω]]), [[οινοποσία]], [[κρασοκατάνυξη]], [[συμπόσιο]], σε Ξεν.· <i>παρὰ πότον</i>, Λατ. [[inter]] pocula, στον ίδ.· <i>ἐν τοῖς πότοις</i>, σε Αισχίν.
|lsmtext='''πότος:''' ὁ (√<i>ΠΟ</i> από κάποιους χρόνους του [[πίνω]]), [[οινοποσία]], [[κρασοκατάνυξη]], [[συμπόσιο]], σε Ξεν.· <i>παρὰ πότον</i>, Λατ. [[inter]] pocula, στον ίδ.· <i>ἐν τοῖς πότοις</i>, σε Αισχίν.
}}
{{elnl
|elnltext=πότος -ου, ὁ [πίνω] drinkgelag;. σπουδαιολογῆσαι μᾶλλον ἢ παρὰ πότον πρέπει ernstiger praten dan past gedurende een symposium Xen. Mem. 8.41.
}}
}}

Revision as of 10:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πότος Medium diacritics: πότος Low diacritics: πότος Capitals: ΠΟΤΟΣ
Transliteration A: pótos Transliteration B: potos Transliteration C: potos Beta Code: po/tos

English (LSJ)

ὁ, (πίνω)

   A drinking-bout, carousal, πῶς τις αὐτὸν . . ἂν ἀπὸ τοῦ πότου παύσειεν . .; Cratin.187; προὐχώρει ὁ π. X.An.7.3.26; ἦς π. ἁδύς Theoc.14.17; παρὰ πότον over the wine, X.An.2.3.15, Smp.8.41; ἀλλήλοις . . συνεῖναι ἐν τῷ πότῳ Pl.Prt.347c; τρέπεσθαι πρὸς τὸν π. Id.Smp.176a: pl., Ar.Nu.1073; αἱ ἐν τοῖς πότοις συνουσίαι Isoc.1.32, cf. Aeschin.2.47; περὶ πότους τὰς διατριβὰς ποιεῖσθαι Lys.16.11, cf. Pl.R. 329a, Isoc.15.286.

German (Pape)

[Seite 690] ὁ, das Trinken, der Trunk; κρόμυον πότῳ ὄψον, Il. 11, 630, wo jetzt richtiger ποτῷ steht; gew. das Trinkgelag, ἀλλήλοις συνεῖναι ἐν τῷ πότῳ, Plat. Prot. 347 c; περὶ πότους τε καὶ εὐωχίας, Rep. I, 329 a (so im plur., Lys. 16, 11; ἡ ἐν τοῖς πότοις ἐπιδεξιότης, Aesch. 2, 47;. Plut. Them. 3); Folgde, wie Pol. 5, 15, 2; παρὰ πότον, beim Trinkgelage, Strab. 7, 3, 8; Luc. Prom. 4 Amor. 24; πότος ἦν καὶ λόγος, Asin. 3, u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

πότος: ὁ, (πίνω) τὸ πίνειν, συμπόσιον, εὐωχία, «φαγοπότι», πολυποσία, πῶς τις αὐτόν... ἀπὸ τοῦ πότου παύσειεν...; Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 8· προὐχώρει ὁ π. Ξεν. Ἀν. 7. 3, 26· παρὰ πότον, Λατ. inter pocula, αὐτόθι 2. 3, 15, Συμπ. 8. 41· ἀλλήλους... συνεῖναι ἐν τῷ πότῳ Πλάτ. Πρωτ. 347C· τρέπεσθαι πρὸς τὸν π. ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 176Α· ἐν τοῖς πότοις Ἰσοκρ. 9Α, Αἰσχίν. 34. 20· περὶ πότους διατριβὴν ποιεῖσθαι Λυσ. 146. 35, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 329Α, Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 305.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
action de boire, boisson : παρὰ πότον XÉN en buvant, pendant le repas.
Étymologie: R. Πο, boire ; v. πίνω.

English (Strong)

from the alternate of πίνω; a drinking-bout or carousal: banqueting.

English (Thayer)

πότου, ὁ (ΠΟΩ (cf. πίνω)), a drinking, carousing: Xenophon, Plato, Demosthenes, Josephus, Plutarch, Aelian, others; the Sept. for מִשְׁתֶּה.)

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
1. πολλή μεγάλη κατανάλωση ποτών
2. οινοποσία, φαγοπότι, γλέντι (α. «τραγούδια του πότου» β. «πορευομένους ἐν ἀσελγείαις, ἐπιθυμίαις, οἰνοφλυγίαις, πότοις», ΚΔ)
νεοελλ.
το να πίνει κανείς, η πόση, το πιοτί
αρχ.
φρ. «παρὰ πότον» ή «ἐν τῷ πότῳ» — κατά τη διάρκεια της οινοποσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτός, με αναβιβασμό του τόνου].

Greek Monotonic

πότος: ὁ (√ΠΟ από κάποιους χρόνους του πίνω), οινοποσία, κρασοκατάνυξη, συμπόσιο, σε Ξεν.· παρὰ πότον, Λατ. inter pocula, στον ίδ.· ἐν τοῖς πότοις, σε Αισχίν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πότος -ου, ὁ [πίνω] drinkgelag;. σπουδαιολογῆσαι μᾶλλον ἢ παρὰ πότον πρέπει ernstiger praten dan past gedurende een symposium Xen. Mem. 8.41.