κατηγορία: Difference between revisions
(5) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατηγορία:''' Ιων. -ίη, <i>ἡ</i>, [[κατηγορητήριο]], [[κατηγορία]], [[καταγγελία]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. | |lsmtext='''κατηγορία:''' Ιων. -ίη, <i>ἡ</i>, [[κατηγορητήριο]], [[κατηγορία]], [[καταγγελία]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατηγορία -ας, ἡ, Ion. κατηγορίη [κατήγορος] beschuldiging, aanklacht. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:40, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A accusation, Hdt.6.50, etc.; opp. αἰτία (expostulation), Th.1.69; opp. ἔπαινος, ib.84; opp. ἀπολογία Arist.Rh.1358b11; τὴν κ. ποιεῖσθαι Antipho 6.10, And.1.6; ὡς ὑβρίζοντος κ. ἐποιοῦντο X.An.5.8.1; κ. ἐγένοντο πολλαὶ τῶν Ἀθηναίων charges were made against... Id.HG2.1.31; κατηγορίαι κατά τινος γεγόνασιν Isoc.5.147; εἰ . . ἐπὶ τοῖς πεπραγμένοις κατηγορίας ἔχω I am liable to accusation, D.18.240. II in Logic, predication, Arist.Metaph.1007a35, etc.: pl., Id.APo.84a1; esp. affirmative predication, opp. στέρησις, Id.APr.52a15; ἄπορον ἐν κ. Stoic.2.93. 2 predicate, Arist.Metaph.1004a29, 1028a28, al., Epicur.Ep.1p.23U., etc. 3 more freq., category, head of predicables, Arist.Top.103b20 (ten), APo.83b16, Ph.225b5 (eight), Metaph.1068a8 (seven), cf.EN 1096a29.
German (Pape)
[Seite 1400] ἡ, 1) Vorwurf, Beschuldigung, Anklage; κατηγορία μὲν οὐδεμία προετέθη Thuc. 3, 52, von αἰτία unterschieden; auf die ἐχθροὶ ἀδικήσαντες bezogen, 1, 69; κατηγορίαν ποιεῖσθαι, anklagen, Xen. An. 5, 8, 1; πολλαὶ κατηγορίαι κατ' αὐτῆς γεγόνασι Isocr. 5, 147; τινός, Xen. Hell. 2, 1, 31. – 2) übh. was man von einem Subjekt aussagt, Prädikatbestimmung, Arist. u. Folgde, die Kategorieen.
Greek (Liddell-Scott)
κατηγορία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἀγόρευσις τὸ νὰ λέγῃ τις κατά τινος, ἰδίως ἐνώπιον δικαστῶν, ἀντίθ. τῷ ἀπολογία, Ἡρόδ. 6. 50, Ἀντιφῶν 142. 25, Ἀνδοκ. 1. 32, Θουκ. 3, 52, κτλ.· ἀντίθ. τῷ αἰτία (παράπονον), ὁ αὐτ. 1. 69·― κ. γίγνεταί τινος, ἐναντίον τινός, ὡς παθητ. τοῦ κ. ποιεῖσθαι, ὡς καὶ τὸ κ. ἔχω…, Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 31· κατά τινος Ἰσοκρ. 112Α· κατ. ποιεῖσθαι Ξεν. Ἀν. 5. 8, 1· εἰ… ἐπὶ τοῖς πεπραγμένοις κατηγορίας ἔχω (κατηγοροῦμαι), ὑπόκειμαι εἰς κατηγορίαν, Δημ. 307. 8. ΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ ἐνίοτε, = κατηγόρημα ΙΙ, τὸ κατηγορούμενον ἢ δυνάμενον νὰ χρησιμεύσῃ ὡς κατηγορούμενον (τοῦ ὑποκειμένου), Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 22, 8, Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 4, 23, κ. ἀλλ.· ἀλλά, 2) συνηθέστερον κατηγορία ἢ κατηγόρημα σημαίνει τὰς ἰδιότητας, ὧν ἄνευ οὐδὲν πρᾶγμα νοεῖται· τοιαύτας δὲ κατηγορίας ἢ πράξεις ὁ Ἀριστ. ἀριθμεῖ δέκα, Κατηγ. 4. 1, Τοπ. 1. 9, 1· ἀλλὰ ἐλαττοῖ τὸν ἀριθμὸν εἰς ὀκτώ, Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 22, 8, Φυσ. 5. 1, 13, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 10. 12, 1· ἀλλαχοῦ δὲ ἔχει μικρότερον ἔτι ἀριθμόν, ἴδε Ἠθ. Ν. 1. 6, 3.― Αἱ κατηγορίαι εἶνε ταξινόμησις τῶν τρόπων καθ’ οὓς δύναται νὰ λεχθῇ τι περὶ τοῦ ὑποκειμένου, εἶνε δηλ. ταξινόμησις τῶν παρὰ τοῖς γραμματ. καλουμένων μερῶν τοῦ λόγου, οὐσιαστ., ἐπίθ., ῥῆμ., ἐπίρρ., μετά τινων ὑποδιαιρέσεων· καὶ ἡ κατ’ ἀριθμὸν διαφορὰ προκύπτει κυρίως ἐκ τοῦ ῥήματος, ὅπερ θεωρεῖται ὡς μία κατηγορία (ὅταν σημαίνῃ κίνησιν), ἢ ὡς δύο (ὅταν σημαίνῃ ἐνέργειαν καὶ πάθος), ἢ ὡς τέσσαρες (ὅταν σημαίνῃ ἐνέργειαν, πάθος, ἀμετάβατον ἐνέργειαν καὶ κατάστασιν), ἴδε Bonitz Indic. Ἀριστ. σ. 378.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 accusation;
2 t. de log. prédicat ; particul. affirmation, prédicat affirmatif ; catégorie, prédicament Arstt;
3 t. de gramm. attribut.
Étymologie: κατήγορος.
Ant. 2) στέρησις.
English (Strong)
from κατήγορος; a complaint ("category"), i.e. criminal charge: accusation (X -ed).
English (Thayer)
κατηγοριας, ἡ (κατήγορος) (from Herodotus down), accusation, charge: with the genitive of the person accused, R G L Tr marginal reading; (T WH); κατά τίνος, R G L Tr); Titus 1:6.
Greek Monolingual
και κατηγόρια και κατηγοριά η (AM κατηγορία)
1. η αιτίαση εναντίον κάποιου για αξιόποινη ή αξιόμεμπτη πράξη, καταλογισμός ενοχής, μομφή, ενοχοποίηση (α. «μάρτυρας κατηγορίας» — ο μάρτυρας τον οποίο ο ανακριτής ή ο μηνυτής προσάγει για απόδειξη της ενοχής του κατηγορουμένου» β. «κατηγορίαι κατ' αὐτῆς γεγόνασιν», Ισοκρ.)
2. επίκριση, κατάκριση, ψόγος (α. «άκουσα πολλές κατηγόριες για σένα» β. «κατηγορία δὲ ἐχθρῶν ἀδικησάντων», Θουκ.)
3. στον πληθ. (φιλοσ.) οι κατηγορίες
οι πιο γενικές και θεμελιώδεις έννοιες που αποκρυσταλλώνουν όλες τις μορφές της θεωρητικής σκέψεως και δεν επιδέχονται περαιτέρω ανάλυση σε στοιχειωδέστερες έννοιες
νεοελλ.
1. το σύνολο πολλών ομοιογενών όντων ή πραγμάτων που έχουν κοινά χαρακτηριστικά και ανήκουν στην ίδια ταξινομική ομάδα (α. «το εστιατόριο είναι πρώτης κατηγορίας» β. «στην τάξη μας είχαμε τρεις κατηγορίες μαθητών: τους αμελείς, τους πολύ αμελείς και τους πάρα πολύ αμελείς»)
2. (νομ.) η διατύπωση σε δικόγραφο του αδικήματος το οποίο αποδίδεται στον καλούμενο να δικαστεί
μσν.
1. μαρτυρία
2. φρ. «πέφτω εἰς κατηγορίαν» — εκτίθεμαι σε κατηγορία, κατηγορούμαι
αρχ.
1. το κατηγορούμενο ή αυτό που μπορεί να χρησιμεύει ως κατηγορούμενο
2. η προεξάρχουσα ιδιότητα η οποία αποδίδεται σε κάποιον ή σε κάτι
3. (λογ.) βεβαίωση, ομολογία
4. (λογ.) καταφατική διαβεβαίωση
5. ένδειξη, απόδειξη, μαρτυρία
6. κεφάλαιο συγγράμματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατηγορώ. Η νεοελλ. σημ. «ομάδα ομοιογενών πραγμάτων ή όντων» ανάγεται σε εκείνην με την οποία χρησιμοποιήθηκε από τον Αριστοτ. ως όρος της λογικής
με αυτήν τη σημ. δανείστηκαν τη λ. οι ευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. αγγλ. category, γαλλ. categorie, γερμ. Kategorie].
Greek Monotonic
κατηγορία: Ιων. -ίη, ἡ, κατηγορητήριο, κατηγορία, καταγγελία, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατηγορία -ας, ἡ, Ion. κατηγορίη [κατήγορος] beschuldiging, aanklacht.