δειπνοφόρος: Difference between revisions
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
(1b) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δειπνοφόρος:''' приносящий пищу (птенцам) ([[φήνη]] Arst.). | |elrutext='''δειπνοφόρος:''' приносящий пищу (птенцам) ([[φήνη]] Arst.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δειπνοφόρος -ον [δεῖπνον, φέρω] een maal opdienend. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A carrying meals, of birds, Arist.HA616b34,619b24. II carrying meat-offerings, Lys.Fr.311S., Hyp.Fr.88, Plu.Thes.23, IG3.371.
German (Pape)
[Seite 541] die Mahlzeit auftragend, bringend, bes. bei einem Opfermahle in Athen zum Andenken an die dem Minotaurus geweihten Jungfrauen, Plut. Thes. 23; B. A. 239. – Arist. von Vögeln H. A. 9, 18. 34.
Greek (Liddell-Scott)
δειπνοφόρος: -ον, ὁ φέρων τροφήν· ἐπὶ πτηνῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 18, 1., 34, 2. ΙΙ. ὁ φέρων προσφορὰς ἐδεσμάτων (πρβλ. ὀσχοφόρια), Λυσ. παρὰ Πολυδ. Ϛ΄, 102, Πλούτ. Θησ. 23· πρβλ. τὸ προηγ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui apporte de la nourriture ; αἱ δειπνοφόροι jeunes filles chargées de servir le repas sacré à la fête des ὀσχοφόρια, à Athènes.
Étymologie: δεῖπνον, φέρω.
Spanish (DGE)
-ον
I que lleva el alimentode las aves que alimentan a sus crías, Arist.HA 616b34, 619b24.
II en rel. c. la procesión de δειπνοφορία
1 en Atenas ἡ δ. portadora de ofrendas de comida de las jóvenes que desfilaban en esa procesión, Lys.Fr.311S., Hyp.88, Demo 6, Philoch.183, Ath.Agora 19.L.4a.21, 49 (IV a.C.), IG 22.5151 (imper.), Plu.Thes.23.
2 en Éfeso, prob. encargado o superintendente del banquete sagrado, quizá dentro de la fiesta de Ártemis Detis δειπν[οφόροι] ... ὑπ' αἱρέ[σεως] συνεδρίου IEphesos 1577b.1 (III d.C.).
Greek Monolingual
δειπνοφόρος, -ον (Α)
1. (για πτηνά) αυτός που μεταφέρει (με το ράμφος) τροφή στη φωλιά του
2. αυτός που μεταφέρει εδέσματα ως προσφορές σε θεότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δείπνον + -φορος < φέρω.
Greek Monotonic
δειπνοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κουβαλά προσφορές κρεάτων, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
δειπνοφόρος: приносящий пищу (птенцам) (φήνη Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δειπνοφόρος -ον [δεῖπνον, φέρω] een maal opdienend.