ἄποτμος: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄποτμος:''' -ον, [[ατυχής]], [[δυστυχής]], [[κακόμοιρος]], [[δύσμοιρος]], σε Όμηρ., Αισχύλ., Ευρ.· συγκρ. <i>-ότερος</i>· υπερθ. <i>-ότατος</i>, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἄποτμος:''' -ον, [[ατυχής]], [[δυστυχής]], [[κακόμοιρος]], [[δύσμοιρος]], σε Όμηρ., Αισχύλ., Ευρ.· συγκρ. <i>-ότερος</i>· υπερθ. <i>-ότατος</i>, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄποτμος:''' несчастный, злополучный Hom., Aesch., Eur.
}}
}}

Revision as of 11:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄποτμος Medium diacritics: ἄποτμος Low diacritics: άποτμος Capitals: ΑΠΟΤΜΟΣ
Transliteration A: ápotmos Transliteration B: apotmos Transliteration C: apotmos Beta Code: a)/potmos

English (LSJ)

ον,

   A unhappy, ill-starred, Il.24.388, Od.20.140; βοά A. Pers.280 (lyr.); πότμος ἄ. E.Hipp.1144 (lyr.): Comp. -ότερος Mosch. 4.11: Sup. -ότατος Od.1.219.

German (Pape)

[Seite 331] unglücklich, elend, Hom. von Personen, Il. 24, 388 Od. 20, 140; Tragg. von Zuständen, z. B. Aesch. Pers. 272; superl. ἀποτμότατος Od. 1, 219.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
infortuné;
Cp. ἀποτμότερος, Sp. ἀποτμότατος.
Étymologie: ἀ, πότμος.

English (Autenrieth)

(πότμος): luckless, illstarred, Il. 24.388; sup. ἀποτμότατος, Od. 1.219.

Spanish (DGE)

-ον
infortunado de pers. οἶτον ἀπότμου παιδός Il.24.388, ἀποτμότατος ... θνητῶν ἀνθρώπων Od.1.219, ὀϊζυρὸς καὶ ἄ. Od.20.140, ἀποτμότατος ... ξείνων Alex.Aet.3.32, ἀποτμότερος ζωώντων Mosch.4.11
infortunado, de infortunio de abstr. βοά A.Pers.280, διοίσω πότμον ἄποτμον E.Hipp.1144, ἄ. φόνος ἕνεκ' Ἐρινύων E.Ph.1306.

Greek Monolingual

ἄποτμος, -ον (Α) πότμος
άτυχος, κοκότυχος.

Greek Monotonic

ἄποτμος: -ον, ατυχής, δυστυχής, κακόμοιρος, δύσμοιρος, σε Όμηρ., Αισχύλ., Ευρ.· συγκρ. -ότερος· υπερθ. -ότατος, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἄποτμος: несчастный, злополучный Hom., Aesch., Eur.