μετατροπία: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετατροπία:''' ἡ, [[μεταστροφή]] της τύχης, [[αντιστροφή]].
|lsmtext='''μετατροπία:''' ἡ, [[μεταστροφή]] της τύχης, [[αντιστροφή]].
}}
{{elru
|elrutext='''μετατροπία:''' ἡ перемена, превратность (φθονεραὶ μετατροπίαι Pind.).
}}
}}

Revision as of 11:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετατροπία Medium diacritics: μετατροπία Low diacritics: μετατροπία Capitals: ΜΕΤΑΤΡΟΠΙΑ
Transliteration A: metatropía Transliteration B: metatropia Transliteration C: metatropia Beta Code: metatropi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A turn of fortune, reverse, Pi.P.10.21 (pl.).

German (Pape)

[Seite 155] ἡ, = Vorigem, φθονεραῖς ἐκ θεῶν μετατροπίαις Pind. P. 10, 21.

Greek (Liddell-Scott)

μετατροπία: ἡ, τροπὴ τύχης, ἀνατροπή, Ἀνθ. ΙΙ. 10. 31.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
changement, vicissitude, revers.
Étymologie: μετάτροπος.

English (Slater)

μετατροπία
   1 change of fortune μὴ φθονεραῖς ἐκ θεῶν μετατροπίαις ἐπικύρσαιεν (P. 10.21)

Greek Monolingual

η (Α μετατροπία) μετάτροπος
νεοελλ.
μουσ. η μετάβαση από μια αρχική τονικότητα στο κλίμα της άλλης, με την προσφυγή είτε της μελωδίας είτε τών συνοδευτικών φωνών στις βαθμίδες της δεύτερης
αρχ.
1. τροπή ή μεταστροφή της τύχης
2. (κατ' επέκτ.) ανατροπή.

Greek Monotonic

μετατροπία: ἡ, μεταστροφή της τύχης, αντιστροφή.

Russian (Dvoretsky)

μετατροπία: ἡ перемена, превратность (φθονεραὶ μετατροπίαι Pind.).