ἔκκρουστος: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔκκρουστος:''' -ον, αυτός που έχει δεχτεί χτυπήματα, που έχει αποκρουσθεί, [[ανάγλυφος]], [[σφυρήλατος]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἔκκρουστος:''' -ον, αυτός που έχει δεχτεί χτυπήματα, που έχει αποκρουσθεί, [[ανάγλυφος]], [[σφυρήλατος]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔκκρουστος:''' изображенный в виде рельефа, чеканной работы ([[δέμας]], sc. Σφιγγός Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A beaten out, embossed, A.Th.542.
German (Pape)
[Seite 765] herausgeschlagen, von getriebener Arbeit, Aesch. Spt. 524.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκκρουστος: -ον, ἀποκρουσθείς: ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 542, φαίνεται ὅτι ἔχει τὴν ἔννοιαν τοῦ ἔκτυπος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
repoussé, travaillé en relief.
Étymologie: ἐκκρούω.
Spanish (DGE)
-ον
abultado, en relieve, repujado λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμας de la Esfinge en un escudo, A.Th.542.
Greek Monolingual
ἔκκρουστος, -ον (AM)
έκτυπος, ανάγλυφος.
Greek Monotonic
ἔκκρουστος: -ον, αυτός που έχει δεχτεί χτυπήματα, που έχει αποκρουσθεί, ανάγλυφος, σφυρήλατος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἔκκρουστος: изображенный в виде рельефа, чеканной работы (δέμας, sc. Σφιγγός Aesch.).