κακόκνημος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
(2b)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κᾰκόκνημος:''' дор. κακόκνᾱμος 2 с некрасивыми икрами, тонконогий ([[Πάν]] Theocr.).
|elrutext='''κᾰκόκνημος:''' дор. κακόκνᾱμος 2 с некрасивыми икрами, тонконогий ([[Πάν]] Theocr.).
}}
{{elnl
|elnltext=κακόκνημος -ον, Dor. κακόκναμος [κακός, κνήμη] met spillebenen.
}}
}}

Revision as of 12:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόκνημος Medium diacritics: κακόκνημος Low diacritics: κακόκνημος Capitals: ΚΑΚΟΚΝΗΜΟΣ
Transliteration A: kakóknēmos Transliteration B: kakoknēmos Transliteration C: kakoknimos Beta Code: kako/knhmos

English (LSJ)

Dor. κᾰκό-κνᾱμος, ον, (κνήμη)

   A weak-legged, thin-legged, Theoc.4.63, Call.Fr.472.

German (Pape)

[Seite 1300] mit schlechten Waden; Callim. in B. A. 1188; Schol. Ar. Av. 1569; in der Form κακόκναμος, vom Pan, Theocr. 4, 63.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκόκνημος: Δωρ. -κνᾱμος, ον, (κνήμη) ἔχων ἀσθενεῖς, λεπτὰς κνήμας, Θεόκρ. 2. 63, Καλλ. ἐν Α. Β. 1188, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux vilaines jambes.
Étymologie: κακός, κνήμη.

Greek Monolingual

κακόκνημος, δωρ. τ. κακόκναμος, -ον (Α)
αυτός που έχει αδύνατες, ισχνές κνήμες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + κνήμη.

Greek Monotonic

κᾰκόκνημος: Δωρ. -κνᾱμος, -ον (κνήμη), αυτός που έχει αδύναμες κνήμες, που έχει λεπτές κνήμες, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόκνημος: дор. κακόκνᾱμος 2 с некрасивыми икрами, тонконогий (Πάν Theocr.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόκνημος -ον, Dor. κακόκναμος [κακός, κνήμη] met spillebenen.