αἰρόπινον: Difference between revisions
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(big3_2) |
(1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(αἰρόπῐνον) -ου, τό [[cedazo]] ὥσπερ [[αἰρόπινον]] τέτρηται Ar.<i>Fr</i>.498. | |dgtxt=(αἰρόπῐνον) -ου, τό [[cedazo]] ὥσπερ [[αἰρόπινον]] τέτρηται Ar.<i>Fr</i>.498. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἰρόπινον:''' τό сито для отделения плевела от пшеницы Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A sieve (ἐν ᾧ πυροὶ σήθονται ὑπὲρ τοῦ τὰς αἴρας διελθεῖν), Ar.Fr.480.
Greek (Liddell-Scott)
αἰρόπινον: τό, κόσκινον, ὥσπερ κόσκινον αἰρόπινον τέτρηται, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 404· «κόσκινον, ἐν ᾧ πυροὶ σήθονται ὑπὲρ τοῦ αἴρας διελθεῖν», Σουΐδ. Ἴδε καὶ Α. Β. 22, καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει.
Spanish (DGE)
(αἰρόπῐνον) -ου, τό cedazo ὥσπερ αἰρόπινον τέτρηται Ar.Fr.498.
Russian (Dvoretsky)
αἰρόπινον: τό сито для отделения плевела от пшеницы Arph.