εὐπαράπειστος: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐπαράπειστος:''' -ον, αυτός που εύκολα παρασύρεται, σε Ξεν.
|lsmtext='''εὐπαράπειστος:''' -ον, αυτός που εύκολα παρασύρεται, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐπαράπειστος:''' легко уговариваемый, легко поддающийся внушению (φίλοις Xen.).
}}
}}