ἡλιοκαΐα: Difference between revisions
From LSJ
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
(16) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡλιοκαΐα]], ἡ (Α) [[ηλιοκαής]]<br />η [[έκθεση]] στον ήλιο. | |mltxt=[[ἡλιοκαΐα]], ἡ (Α) [[ηλιοκαής]]<br />η [[έκθεση]] στον ήλιο. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἡλιοκᾱΐα:''' ἡ солнечный зной, солнцепек Diog. L. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A sun-burning, exposure to the sun, D.L.7.1 (pl.), Paul.Aeg.3.6(pl.), Phlp.in Ph. 60.13, in GC148.14.
German (Pape)
[Seite 1162] ἡ, der Sonnenbrand, Sonnenhitze, Sp.; apricatio, D. L. 7, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλιοκᾱΐα: ἡ, τὸ ἐκτίθεσθαι εἰς τὸν ἥλιον, ἡ τοῦ ἡλίου θερμότης, Παῦλ. Αἰγ. 3. 6· ― ἔχαιρε δὲ (ὁ Ζήνων), φασί, σύκοις χλωροῖς καὶ ἡλιοκαΐᾳ Διογ. Λ. 7. 1, ἔνθα ὁ Δινδ. διορθοῖ τὸ ἡλιοκαΐαις εἰς ἡλιοκαέσι.
Greek Monolingual
ἡλιοκαΐα, ἡ (Α) ηλιοκαής
η έκθεση στον ήλιο.
Russian (Dvoretsky)
ἡλιοκᾱΐα: ἡ солнечный зной, солнцепек Diog. L.