κελήτιον: Difference between revisions
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
(5) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κελήτιον:''' τό, υποκορ. του [[κέλης]] II, σε Θουκ. | |lsmtext='''κελήτιον:''' τό, υποκορ. του [[κέλης]] II, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κελήτιον -ου, τό, demin. van κέλης, snel bootje. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:44, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, Dim. of
A κέλης 11, Th.1.53, 4.120, App.BC2.56.
German (Pape)
[Seite 1415] τό, dim. von κέλης, ein kleines Jachtschiff; Thuc. 4, 120; Arr. An. 5, 7, 3.
Greek (Liddell-Scott)
κελήτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κέλης ΙΙ, Θουκ. 1. 53· τριήρει μὲν φιλίᾳ προσπλεούσῃ, αὐτὸς δ’ ἐν κελητίῳ ἄποθεν ἐφεπόμενος, ὅπερ αὐτόθι καὶ κέλητα καλεῖ, 4. 120· κ. ὀξὺ Ἀππ. Ἐκφύλ. 2. 56.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite chaloupe.
Étymologie: dim. de κέλης.
Greek Monolingual
κελήτιον, τὸ (Α)
(υποκορ. του κέλης) μικρή και γρήγορη λέμβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλης, -ητος + υποκορ. κατάλ. -ιον].
Greek Monotonic
κελήτιον: τό, υποκορ. του κέλης II, σε Θουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κελήτιον -ου, τό, demin. van κέλης, snel bootje.