ἐνεῖδον: Difference between revisions

From LSJ

Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst

Menander, Monostichoi, 270
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνεῖδον:''' αόρ. βʹ [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]] με το [[ἐνοράω]] να χρησιμ. αντί [[αυτού]]· [[παρατηρώ]] [[κάτι]], <i>τι ἔν τινι</i>, σε Θουκ.· <i>τί τινι</i>, σε Ξεν.· απόλ., [[παρατηρώ]], [[διακρίνω]], [[βλέπω]] μέσα από, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἐνεῖδον:''' αόρ. βʹ [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]] με το [[ἐνοράω]] να χρησιμ. αντί [[αυτού]]· [[παρατηρώ]] [[κάτι]], <i>τι ἔν τινι</i>, σε Θουκ.· <i>τί τινι</i>, σε Ξεν.· απόλ., [[παρατηρώ]], [[διακρίνω]], [[βλέπω]] μέσα από, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνεῖδον:''' aor. 2 к [[ἐνοράω]].
}}
}}

Revision as of 14:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνεῖδον Medium diacritics: ἐνεῖδον Low diacritics: ενείδον Capitals: ΕΝΕΙΔΟΝ
Transliteration A: eneîdon Transliteration B: eneidon Transliteration C: eneidon Beta Code: e)nei=don

English (LSJ)

aor. 2 with no pres. in use, ἐνοράω being used instead,

   A see or observe in, τι ἔν τινι Th.1.95; τί τινι X.An.7.7.45: c. acc., observe, remark, S.Ph.854 (lyr.): c. part., πλέον ἐνεῖδον σχήσοντες Th. 7.36: c. inf., ἃ ἀρωγὰ ἐνείδομεν . . ἔσεσθαι ib.62: c. dat., gaze at, ἀτενὲς ἐ. αὐγῇ Orib.Eup.4.13.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνεῖδον: ἀόρ, β΄ ἄνευ ἐνεστ. ἐν χρήσει, ἀνθ’ οὗ χρησιμοποιεῖται τὸ ἐνοράω, βλέπω ἢ παρατηρῶ ἔν τινι, ὅπερ καὶ ἐν τῷ Παυσανίᾳ ἐνεῖδον Θουκ. 1. 95· κακόνοιάν τινα ἐνιδόντας Ξεν. Ἀν 7. 7, 45· ἀπολ., παρατηρῶ, προβλέπω, Σοφ. Φιλ. 854· μετὰ μετοχ., πλέον ἐνεῖδον σχήσοντες Θουκ. 7. 36· μετ’ ἀπαρ., ἃ ἀρωγὰ ἐνείδομεν... ἔσεσθαι αὐτόθι 62.

French (Bailly abrégé)

ao.2 de ἐνοράω.

Spanish (DGE)

v. ἐνοράω.

Greek Monotonic

ἐνεῖδον: αόρ. βʹ χωρίς ενεστ. σε χρήση με το ἐνοράω να χρησιμ. αντί αυτού· παρατηρώ κάτι, τι ἔν τινι, σε Θουκ.· τί τινι, σε Ξεν.· απόλ., παρατηρώ, διακρίνω, βλέπω μέσα από, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνεῖδον: aor. 2 к ἐνοράω.