γυμνιτεύω: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(3)
(nl)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γυμνῑτεύω:''' = [[γυμνητεύω]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''γυμνῑτεύω:''' = [[γυμνητεύω]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elnl
|elnltext=γυμνιτεύω [~ γυμνός] naakt zijn.
}}
}}

Revision as of 14:52, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

γυμνῑτεύω: ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶνε γυμνητεύω.

French (Bailly abrégé)

1 être nu;
2 être dépouillé ou dépourvu de, gén.;
3 être armé à la légère.
Étymologie: γυμνής.

Greek Monotonic

γυμνῑτεύω: = γυμνητεύω, σε Καινή Διαθήκη

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυμνιτεύω [~ γυμνός] naakt zijn.