ἀκροβαφής: Difference between revisions
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκροβᾰφής:''' -ές ([[βαφή]]), χρωματισμένος, [[βαμμένος]] στην [[άκρη]] ή λίγο, σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀκροβᾰφής:''' -ές ([[βαφή]]), χρωματισμένος, [[βαμμένος]] στην [[άκρη]] ή λίγο, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκροβᾰφής:''' <b class="num">1)</b> слегка или сверху смоченный (καλάμων ἀκίδες Anth.);<br /><b class="num">2)</b> слегка окрашенный (χείλεα Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A tinged at point or slightly, AP6.66 (Paul. Sil.); wetting feet or tip of garment only, Nonn. D.1.65, 48.339.
German (Pape)
[Seite 82] ές, oben eingetaucht, καλάμων ἀκίδες P. Sil. 52 (VI, 66); ταῦρος, der leicht hinschwimmende, Nonn. D. 1, 65; gefärbt, χείλεα Iren. 3 (V, 251).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροβᾰφής: -ές, βεβαμμένος τὴν ἄκραν ἢ ὀλίγον, Ἀνθ. Π. 6. 66. ΙΙ. διατρέχων τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ ὕδατος, Νόνν. Δ. 1, 65.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 dont l’extrémité seule est mouillée;
2 qui rase la surface de l’eau.
Étymologie: ἄκρος, βάπτω.
Spanish (DGE)
(ἀκροβᾰφής) -ές
mojado ligeramente καλάμων ἀ. ἀκίδας AP 6.66 (Paul.Sil.), el borde de un vestido, Nonn.D.1.65, 48.339, χείλεα AP 5.251 (Iren.).
Greek Monolingual
-ές (Α ἀκροβαφής)
ο λίγο, μόλις βαμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙ) + -βαφής < βάπτω.
Greek Monotonic
ἀκροβᾰφής: -ές (βαφή), χρωματισμένος, βαμμένος στην άκρη ή λίγο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκροβᾰφής: 1) слегка или сверху смоченный (καλάμων ἀκίδες Anth.);
2) слегка окрашенный (χείλεα Anth.).