ἀγνωμοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγνωμοσύνη:''' ἡ ([[ἀγνώμων]]),<br /><b class="num">1.</b> [[έλλειψη]] αίσθησης, κρίσης, γνώσης, [[ανοησία]], [[αφροσύνη]], σε Θέογν.· ανόητη [[περηφάνια]], [[υπεροψία]], [[ισχυρογνωμοσύνη]], σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[έλλειψη]] αγαθών αισθημάτων, [[ανεπιείκεια]], [[αστοργία]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> στον πληθ., [[παρανόηση]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀγνωμοσύνη:''' ἡ ([[ἀγνώμων]]),<br /><b class="num">1.</b> [[έλλειψη]] αίσθησης, κρίσης, γνώσης, [[ανοησία]], [[αφροσύνη]], σε Θέογν.· ανόητη [[περηφάνια]], [[υπεροψία]], [[ισχυρογνωμοσύνη]], σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[έλλειψη]] αγαθών αισθημάτων, [[ανεπιείκεια]], [[αστοργία]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> στον πληθ., [[παρανόηση]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγνωμοσύνη:''' ἡ<b class="num">1)</b> незнание, неведение Plat.;<br /><b class="num">2)</b> pl. недоразумение Xen.;<br /><b class="num">3)</b> своенравие, упрямство: πρὸς ἀγνωμοσύνην τρέπεσθαι Her. проявить упрямство;<br /><b class="num">4)</b> несправедливость, недоброжелательство Eur., Dem.
}}
}}

Revision as of 15:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγνωμοσύνη Medium diacritics: ἀγνωμοσύνη Low diacritics: αγνωμοσύνη Capitals: ΑΓΝΩΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: agnōmosýnē Transliteration B: agnōmosynē Transliteration C: agnomosyni Beta Code: a)gnwmosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A want of acquaintance with a thing, Pl.Tht.199d.    2 want of sense, folly, Thgn.896, Democr.175; senseless pride, arrogance, Hdt.2.172, E.Ba.885 (lyr.); πρὸς ἀ. τραπέσθαι Hdt.4.93; ἀγνωμοσύνῃ χρᾶσθαι Id.5.83; ὑπ' ἀγνωμοσύνης Id.9.3.    3 want of feeling, unkindness, D.18.252; θεῶν ἀ. S.Tr.1266(dub.); ἀ. τύχης, Lat. iniquitas fortunae, D.18.207.    4 in pl., misunderstandings, X.An.2.5.6.

German (Pape)

[Seite 18] ἡ, Unverstand: a) Unwissenheit, Plat. Theaet. 199 d, der ἐπιστήμη entgegengesetzt. – b) unüberlegtes Handeln, Her. 2, 172; entgegensteht σοφίη 4, 93 (wie Xen. Mem. 3, 9, 5); πρὸς ἀγ, τραπόμενοι, unverständigen Widerstand leisten, 6, 10; Härte ist es Soph. Tr. 1256; wie τύχης ἀγ. Dem. 18, 207. – Schlechtigkeit bei den Rednern und Sp., z. B. Dem. ἀγν. καὶ βασκανία 18, 252; Unverschämtheit, Luc. Merc. cond. 26. Im plur. Mißverständnisse, Xen. An. 2, 5, 6; aber bei Plut. Pericl. 2 = Fehler.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγνωμοσύνη: ἡ, ἔλλειψις γνώσεως, ἀμαθία, Πλάτ. Θεαίτ. 199D. 2) ἔλλειψις φρονήσεως, ἀπερισκεψία, ἄνοια, Θέογν. 896· ἀνόητος ὑπερηφανία, ὑπεροψία, ἰσχυρογνωμοσύνη, Ἡρόδ. 2. 172, Εὐρ. Βάκχ. 885 (λυρ.)· πρὸς ἀγν. τραπέσθαι, Ἡρόδ. 4. 93· ἀγνωμοσύνῃ χρησάμενοι, ὁ αὐτ. 5, 83· ὑπ’ ἀγνωμοσύνης, ὁ αὐτ. 9. 3. 3) ἔλλειψις ἀγαθῶν αἰσθημάτων, ἀναισθησία, ἀνεπιείκεια, χαλεπότης, Σοφ. Τρ. 1266 (γραφὴ ὕποπτος) Δημ. 311. 7· ἀγν. τύχης, (Λατ. iniquitas tortunæ), ὁ αὐτ. 297. 7. 4) κατὰ πληθ., παρανόησις, Ξεν. Ἀν. 2. 5. 6.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 manque de jugement ; dureté inconsidérée, sévérité maladroite;
2 insensibilité, dureté ; rigueurs de la torture;
3 αἱ ἀγνωμοσύναι malentendu, mésintelligence.
Étymologie: ἀγνώμων.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Prosodia: [-ῠ-]
I 1falta de juicio, poco juicio, insensatez οὐδ' ἀγνωμοσύνης ... ὀδυνηρότερον Thgn.896, cf. Democr.B 175, Hdt.2.172, E.Ba.885, X.Ap.31.
2 obstinación o terquedad insensata ἐλπίσας ... ὑπήσειν τῆς ἀγνωμοσύνης Hdt.9.4, ὑπ' ἀγνωμοσύνης Hdt.7.9β, 9.3, τῆς ἀγνωμοσύνης τοῦ μὴ πεπεισμένου γεγόνασι παρανάλωμα Heraclit.All.6.
II 1falta de sentimientos, insensibilidad θεῶν ἀ. S.Tr.1266, τύχης ἀ. D.18.207, cf. Hdt.5.83, 6.10, D.18.252, SB 13867.100 (II d.C.).
2 mala voluntad, maldad Fauorin.De Ex.24.20 (ap.crít.), βίαν καὶ ἀγνωμοσύνην παθών PCair.Isidor.74.3, cf. 4 (IV d.C.), Aristid.Or.11.9.
3 ingratitud, no reconocimiento τῶν διαδεχομένων D.C.59.1.3, cf. Ath.Al.Decr.3.5.
4 impago de una deuda contractual o fiscal, morosidad, defraudación, PSI 222.24 (III d.C.), POxy.3480.17 (IV d.C.), Iust.Nou.7.3.2.
III 1desconocimiento, ignorancia sinón. de ἀνεπιστημοσύνη, ἄγνοια y ἀγνωσία Antipho Soph.B 104, op. ἐπιστήμη Pl.Tht.199d, περὶ τοὺς λόγους αὐτῶν Phlp.Aet.463.18.
2 en plu. malentendidos, prejuicios τοιαύτας ἀγνωμοσύνας ... παύεσθαι X.An.2.5.6.

Greek Monotonic

ἀγνωμοσύνη: ἡ (ἀγνώμων),
1. έλλειψη αίσθησης, κρίσης, γνώσης, ανοησία, αφροσύνη, σε Θέογν.· ανόητη περηφάνια, υπεροψία, ισχυρογνωμοσύνη, σε Ηρόδ., Ευρ.
2. έλλειψη αγαθών αισθημάτων, ανεπιείκεια, αστοργία, σε Δημ.
3. στον πληθ., παρανόηση, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀγνωμοσύνη:1) незнание, неведение Plat.;
2) pl. недоразумение Xen.;
3) своенравие, упрямство: πρὸς ἀγνωμοσύνην τρέπεσθαι Her. проявить упрямство;
4) несправедливость, недоброжелательство Eur., Dem.