ἀγρός: Difference between revisions
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
(2) |
(1) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγρός:''' [ᾰ φύσει], -οῦ, ὁ, Λατ. [[ager]],<br /><b class="num">1.</b> [[κτήμα]], [[χωράφι]]· στον πληθ., αγροί, κτήματα, σε Όμηρ. κ.λπ.· στον ενικ., [[αγροικία]], [[φάρμα]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[εξοχή]], αντίθ. προς την <i>πόλιν</i>, στο ίδ.· <i>ἀγρῷ</i> ή <i>ἐπ' ἀγροῦ</i>, στην [[εξοχή]], στο ίδ.· <i>κατ' ἀγρούς</i>, στο ίδ.· <i>ἐπ' ἀγρῶν</i>, σε Σοφ. | |lsmtext='''ἀγρός:''' [ᾰ φύσει], -οῦ, ὁ, Λατ. [[ager]],<br /><b class="num">1.</b> [[κτήμα]], [[χωράφι]]· στον πληθ., αγροί, κτήματα, σε Όμηρ. κ.λπ.· στον ενικ., [[αγροικία]], [[φάρμα]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[εξοχή]], αντίθ. προς την <i>πόλιν</i>, στο ίδ.· <i>ἀγρῷ</i> ή <i>ἐπ' ἀγροῦ</i>, στην [[εξοχή]], στο ίδ.· <i>κατ' ἀγρούς</i>, στο ίδ.· <i>ἐπ' ἀγρῶν</i>, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγρός:''' ὁ преимущ. pl.<br /><b class="num">1)</b> поле, пашня Hom., Pind.; τὰ ἐξ ἀγρῶν Thuc. и τὰ ἐκ τοῦ ἀγρο [[ὡραῖα]] или τὰ ἐν ἀγρῷ γιγνόμενα Xen. сельскохозяйственные продукты;<br /><b class="num">2)</b> сельская местность, деревня: ἐπ᾽ ἀγροῦ Hom., ἐπ᾽ ἀγρῶν и ἀγροῖσι Soph., κατ᾽ ἀγρούς Plat. и ἐπ᾽ ἀγροῖς Plut. в деревне; ἐν οἴκοις ἢ ἐν ἀγροῖς Soph. в городе или в деревне;<br /><b class="num">3)</b> поместье, именье Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:36, 31 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A field, mostly in pl., fields, lands, Il.23.832, Od.4.757, Pi.P.4.149, etc.; opp. κῆποι, Theopomp. Hist. 89; sg., farm, Od.24.205; also in pl., X.HG2.4.1:—tilled land, opp. fallow, ἀγρὸς καὶ ἀργός, Ἀθηνᾶ 20.167 (Erythrae). 2 country, opp. town, Od.17.182, E.Supp.884, etc.; ἀγρὸν τὰν πόλιν ποιεῖς Epich.169; ἀγρῷ in the country, Od.11.188; ἐπ' ἀγροῦ in the country, 1.190, 22.47; ἐπ' ἀγρὸῦ νόσφι πόληος 1.185; in pl., κατὰ πτόλιν ἠὲ κατ' ἀγρούς 17.18; ἐν οἴκοις ἢ 'ν ἀγροῖς S. OT112; ἐπ' ἀγρῶν ib.1049; ἀγροῖσι Id.El.313; τὸν ἐξ ἀγρῶν Id.OT1051; τὰ ἐξ ἀγρῶν Th.2.13, cf. 14; κατ' ἀγρούς Cratin. 318, Pl.Lg.881c; οἰκεῖν ἐν ἀγρῷ Ar.Fr.387.2; τὰ ἐν ἀγρῷγιγνόμενα fruits, X.Mem.2.9.4, cf. An.5.3.9:—prov., οὐδὲν ἐξ ἀγροῦ λέγεις, ἀγροῦπλέως, i.e. boorish, Suid., Hsch.—Rare in later Greek, Ev.Marc. 15.21, PAmh.2.134.5, POxy.967. [ᾰ by nature, so always in Com., exc.Ar.Av. 579, Philem.116; ᾱγρόθεν in Alc. Com.19 is paratrag.] (Cf. Skt. ájras 'plain', prob. fr. aj 'drive' (cf. ἄγω), i.e. pasture.)
German (Pape)
[Seite 24] ὁ, Acker, ager (verw. ἔργον, Werk), bearbeitetes Land, bes. ländliche Besitzung im Ggstz. der Stadt, ἄστυ, auch ἀγρὸν πολυδένδρεον Od. 23, 139. Oft im plur., wo wir collectiv. das Land sagen; οἱ ἐν τοῖς ἀγροῖς u. οἱ ἐκ τῶν ἀγρῶν, die Landleute.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγρός: -οῦ, ὁ, χωράφιον, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ἀγροί, χωράφια, Ἰλ. Ψ. 832, Ὀδ. Δ. 757, Πινδ. Π. 4. 265, Πλάτ., κτλ.: - καθ’ ἑν., κτῆμα, ὑποστατικόν, Ὀδ. Ω. 205. 2) οἱ ἀγροί, ἡ ἐξοχή, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πόλις, Ὀδ. Ρ. 182, καὶ ἀλλ.· ἀγρὸν τὰν πόλιν ποιεῖς, Ἐπίχ. 162· πρβλ. Εὐρ. Ἱκ. 884· ἀγρῷ, ἐν τοῖς ἀγροῖς, ἐν τῇ ἐξοχῇ. Ὀδ. Λ. 188· ἐπ’ ἀγροῦ, ἐν τῇ ἐξοχῇ, Α. 190, Χ. 47· ἐπ’ ἀγροῦ νόσφι πόληος, Α. 185· ἐν τῷ πληθ.· κατὰ πτόλιν ἠὲ κατ’ ἀγρούς, Ρ. 18· ἐν οἴκοις, ἢ ἐν ἀγροῖς, Σοφ. Ο. Τ. 112· ἐπ’ ἀγρῶν. αὐτ. 1049· ἀγροῖσι, ὁ αὐτ. Ἠλ. 313· τόν ἐξ ἀγρῶν, αὐτ. 1051· οὕτω τά ἐξ ἀγρῶν, Θουκ. 2. 13· πρβλ. 14· κατ’ ἀγρούς, Κρατίνου Ἄδηλ. 178, Πλάτ. Νόμ. 881C· οἰκεῖν ἐν ἀγρῷ, Ἀρ. Ἀπ. 344. 2· τά ἐν ἀγρῷ γιγνόμενα, καρποί, Ξεν. Ἀπομ. 2. 9, 4., πρβλ. Ἀν. 5. 3, 9. -Παροιμ., οὐδὲν ἐξ ἀγροῦ λέγεις, ἀγροῦ πλέως, ὅ ἐ. ἄγροικος, (ὃ ἴδε) Σουΐδ., Ἡσύχ. (√ ΑΓΡ, ἐξ ἧς καὶ τὸ ἄγριος, κτλ.· Σανσκρ. aǵras (aequor), Λατ. ager, Γοτθ. akrs, Ἀρχ. Σκανδιναυϊκ. akr, Ἀγγλοσαξ. aecer, Ἀγγλ. acre). [ἄ φύσει βραχύ, ἀλλὰ συχν. εὕρηται μακρὸν πλὴν παρὰ κωμικοῖς, οἵτινες ἀεὶ ἔχουσιν αὐτὸ βραχύ, ἐξαιρέσει τοῦ Ἀριστοφ. Ὄρν. 579, Φιλήμ. Ἄδηλ. 21· τό: ἀγρόθεν, παρ’ Ἀλκαί. ἐν «Κωμῳδοτραγῳδίαις» Ι, εἶναι παρῳδία εἰς τὸ τοῦ Εὐριπ. ἀγρόθεν πυλῶν ἔσω βαίνων. Ὀρέστ. 866].
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 champ, d’ord. au pl. ; au sg. bien de campagne;
2 la campagne, p. opp. à la ville.
Étymologie: cf. lat. ager.
English (Autenrieth)
field, country, opp. to town, ἐπ' ἀγροῦ νόσφι πόληος, Od. 16.383; ἐξ ἀγροῖο πολίνδε, Od. 17.182.
English (Slater)
ἀγρός
1 field “ἀγέλας ἀφίημ' ἀγρούς τε πάντας.” (P. 4.149)
English (Abbott-Smith)
ἀγρός, -οῦ, ὁ, [in LXX chiefly for שָׂדֶה];
1.a field: Mt 6:28, al.
2.the country: Mk 15:21, al.; pl., country places, farms: Mk 5:14 6:36 56, Lk 8:34 9:12.
3.= χωρίον a piece of ground: Mk 10:29, Ac 4:27, al. (On the occurrence of this word as compared with χώρα, χωρίον v. MM, VGT, s.v.)
English (Strong)
from ἄγω; a field (as a drive for cattle); genitive case, the country; specially, a farm, i.e. hamlet: country, farm, piece of ground, land.
English (Thayer)
(οῦ, ὁ (from ἄγω; properly, a drove or driving-place, then, pasturage; cf. Latin ager, German Acker, English acre; Fick, Part i., p. 8);
a. a field, the country: T Tr WH), etc.
b. equivalent to χωρίον, a piece of land, bit of tillage: οἱ ἀγροί the farms, country-seats, neighboring hamlets: πόλις); Homer on.))
Greek Monotonic
ἀγρός: [ᾰ φύσει], -οῦ, ὁ, Λατ. ager,
1. κτήμα, χωράφι· στον πληθ., αγροί, κτήματα, σε Όμηρ. κ.λπ.· στον ενικ., αγροικία, φάρμα, σε Ομήρ. Οδ.
2. εξοχή, αντίθ. προς την πόλιν, στο ίδ.· ἀγρῷ ή ἐπ' ἀγροῦ, στην εξοχή, στο ίδ.· κατ' ἀγρούς, στο ίδ.· ἐπ' ἀγρῶν, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγρός: ὁ преимущ. pl.
1) поле, пашня Hom., Pind.; τὰ ἐξ ἀγρῶν Thuc. и τὰ ἐκ τοῦ ἀγρο ὡραῖα или τὰ ἐν ἀγρῷ γιγνόμενα Xen. сельскохозяйственные продукты;
2) сельская местность, деревня: ἐπ᾽ ἀγροῦ Hom., ἐπ᾽ ἀγρῶν и ἀγροῖσι Soph., κατ᾽ ἀγρούς Plat. и ἐπ᾽ ἀγροῖς Plut. в деревне; ἐν οἴκοις ἢ ἐν ἀγροῖς Soph. в городе или в деревне;
3) поместье, именье Hom.