3,274,399
edits
(2) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκατάπαυστος:''' -ον (καταπαύομαι), αυτός που δεν μπορεί να σταματήσει, να διακόψει [[κάτι]], να παύσει την [[εκτέλεση]] ενός πράγματος, <i>τινός</i>, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ἀκατάπαυστος:''' -ον (καταπαύομαι), αυτός που δεν μπορεί να σταματήσει, να διακόψει [[κάτι]], να παύσει την [[εκτέλεση]] ενός πράγματος, <i>τινός</i>, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκατάπαυστος:''' <b class="num">1)</b> непрерывный, нескончаемый, неунимающийся (στάσεις Polyb.; [[ὁρμή]] Diod.; ἀ. ἁμαρτίας NT);<br /><b class="num">2)</b> постоянный, пожизненный ([[ἀρχή]] Plut.). | |||
}} | }} |