ἅλυσις: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἅλῠσις:''' -εως, Ιων. δοτ. <i>ἁλύσι</i>, <i>ἡ</i>, [[αλυσίδα]], σε Ηρόδ., Ευρ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''ἅλῠσις:''' -εως, Ιων. δοτ. <i>ἁλύσι</i>, <i>ἡ</i>, [[αλυσίδα]], σε Ηρόδ., Ευρ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἅλῠσις:''' εως, ион. ιος (ᾰ) ἡ цепь Her., Thuc., Eur., Arph., Dem., Plut., Sext.
}}
}}

Revision as of 15:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἅλῠσις Medium diacritics: ἅλυσις Low diacritics: άλυσις Capitals: ΑΛΥΣΙΣ
Transliteration A: hálysis Transliteration B: halysis Transliteration C: alysis Beta Code: a(/lusis

English (LSJ)

(on the breathing v. Hdn.Gr.1.539), εως, ἡ,

   A chain, χαλκέῃ ἁλύσι δεδεμένη ἄγκυρα Hdt.9.74, cf. Th.2.76, etc.; ἐν ἁλύσει μιᾷ δεδεμένους D.Chr.30.17, cf. Ep.Eph.6.20; πέτραν ἁλύσεσι χρυσέαισι φερομέναν E.Or.982:—as a woman's ornament, Ar.Fr.320.12, Nicostr. 33; σφραγῖδε . . ἁλύσεις χρυσᾶς ἔχουσαι IG2.652B35.    2 collectively, chains, bondage, Plb.21.3.3.    3 link in chain armour, Arr. Tact.3.5.

Greek (Liddell-Scott)

ἅλυσις: (οὐχὶ ἄλυσις), εως, ἡ, «ἁλυσίδα·» χαλκέῃ ἁλύσι δεδεμένη ἄγκυρα, Ἡρόδ. 9. 74· πέτραν ἁλύσεσι χρυσέαισι φερομέναν, Εὐρ. Ὀρ. 984: - ὡς κόσμημα γυναικός, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, 12, Νικοστρ. Ἄδηλ. 7· σφραγῖδε … ἁλύσεις χρυσᾶς ἔχουσαι, Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 35.

French (Bailly abrégé)

c. ἄλυσις.

Spanish (DGE)

(ἅλῠσις) -εως, ἡ

• Prosodia: [ᾰ-]

• Morfología: [át. du. ἁλύσΕ IG 4.39 (Egina V a.C.)]
1 a)gener. cadena utilizada en el asedio o defensa χαλκέη Hdt.9.74, ἁλύσεσι μακραῖς σιδηραῖς Th.2.76, cf. 4.100
para el arpón, Opp.H.5.139, (ἄντλησις) διὰ πολυκαδίας ἢ τῆς καλουμένης ἁλύσεως e.d. con la noria Hero Dioptr.212.20
mit. ref. a las cadenas de que cuelga el sol ἁλύσεσιν χρυσέαισι (πέτραν) φερομέναν δίναισι E.Or.983
en reflexiones sobre el carácter articulado de ciertas cosas, de un freno ὁ δὲ ἕτερος ὥσπερ ἡ ἅλυσις ποιεῖ X.Eq.10.9, cf. Arist.Mete.387a13, en la serie causal ἐχομένων ἀλλήλων τῶν πραγμάτων τῷ δίκην ἁλύσεως τοῖς πρώτοις συνῃρῆσθαι τὰ δεύτερα Chrysipp.Stoic.2.273, cf. 274, Luc.Hist.Cons.55, ἅλυσις χρόνου· series, Gloss.2.182;
b) cadena de oro o plata como joya femenina para el cuello, Ar.Fr.321.12, Nicostr.Com.33, Alciphr.4.12
La Cadena tít. de una comedia de Cariclides, Chariclid.1, frec. en inventarios σφραγῖδε ... ἁλύσɛ̄ς χρυσᾶς ἔχοσαι IG 22.1388.86 (V/IV a.C.), cf. PGurob 10.3 (III a.C.), PSI 240.12 (II a.C.).
2 de presos, unido a πέδαι prob. esposas κομίζοντες ἁλύσεις καὶ πέδας Plb.3.82.8, ἁλύσεις ἔχοντες ... καὶ πέδας D.H.6.26.2, 6.27.3, cf. Eu.Luc.8.29, Act.Ap.28.20, en gener. δῆσαι ἁλύσει a un endemoniado Eu.Marc.5.3, δεδεμένος ἁλύσεσιν δυσίν Act.Ap.12.6, cf. 21.33, para atar al diablo durante el Milenio Apoc.20.1, cf. θεὸς ἔρχεται ἁλύσεσι πεφρόυρημένος PMag.4.3093
en ac. de direcc. en prisión, en, a la cárcel εἰς τὴν ἅλυσιν ἐνέπεσον Plb.21.5.3, εἰς τὴν ἅ. ἀπῆγε Plb.4.76.5, tb. en dat. πρεσβεύω ἐν ἁλύσει Ep.Eph.6.20, ἐν ἁλύσει διατελεῖν (con juego de palabras sobre la cadena de oro de los esponsales, v. 1 b)), Alciphr.4.12.2
πᾶσα ἅλυσις ἀνοιχθήτω PMag.13.294
fig. de la ἀνάγκη que pesa sobre la humanidad μένειν δὲ οὐχ ἑκόντας, ἁλλὰ μιᾷ πάντας ἁλύσει δεδέσθαι τά τε σώματα καὶ τὰς ψυχάς, καθάπερ καὶ ὑφ' ἡμῶν ἰδεῖν ἔστιν ἐν ἁλύσει μιᾷ δεδεμένους πολλοὺς ἐφεξῆς D.Chr.30.17, cf. LXX Sap.17.16.
3 milit. cadena entrelazada, malla θώρακες ... ἁλύσεσι λεπταῖς σιδηραῖς ἐπηλλαγμένοι Arr.Tact.3.5.
4 halo en torno al sol, Apul.Mund.16.

• Etimología: De *u̯°lu-, raíz que se encuentra en εἰλύω q.u.; c. otro grado vocálico en la raíz, cf. ἔλυτρον.

English (Strong)

of uncertain derivation; a fetter or manacle: bonds, chain.

English (Thayer)

or as it is commonly written ἅλυσις (see WH's Appendix, p. 144), (εως, ἡ (from the alpha privative and λύω, because a chain is ἄλυτος, i. e., not to be loosed (others from the root val, and allied with εἱλέω, to restrain, ἁλίζω, to collect, crowd; Curtius, § 660; Vanicek, p. 898)), a chain, bond, by which the body, or any part of it (the hands, feet), is bound: ἐν ἁλύσει in chains, a prisoner, οὐκ ἐπαισχυνθῇ τήν ἁλύσειν μου he was not ashamed of my bonds, i. e., did not desert me because I was a prisoner, a manacle or handcuff, the chain by which the hands are bound together (yet cf. Meyer on Mark as below; per contra especially Lightfoot on Philippians , p. 8): Herodotus down.)

Greek Monotonic

ἅλῠσις: -εως, Ιων. δοτ. ἁλύσι, , αλυσίδα, σε Ηρόδ., Ευρ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἅλῠσις: εως, ион. ιος (ᾰ) ἡ цепь Her., Thuc., Eur., Arph., Dem., Plut., Sext.