ἀναυξής: Difference between revisions

From LSJ

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2
(4)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀναυξής]], -ές (Α) [[αύξω]]<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν ευνοεί την [[αύξηση]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[εκείνος]] που δεν αυξάνεται, δεν μεγαλώνει.
|mltxt=[[ἀναυξής]], -ές (Α) [[αύξω]]<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν ευνοεί την [[αύξηση]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[εκείνος]] που δεν αυξάνεται, δεν μεγαλώνει.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναυξής:''' неспособный расти, не растущий (ἀ. καὶ [[ἄγονος]] Arst.; ἀ. καὶ [[ἄκαρπος]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 16:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναυξής Medium diacritics: ἀναυξής Low diacritics: αναυξής Capitals: ΑΝΑΥΞΗΣ
Transliteration A: anauxḗs Transliteration B: anauxēs Transliteration C: anafksis Beta Code: a)nauch/s

English (LSJ)

ές,

   A not increasing, Thphr.CP4.6.3.    II intr., not waxing or growing, Hp.Art.53, Mochl.24,al., Arist.HA569a30, Cael.270a13.

German (Pape)

[Seite 212] ές (αὔξω), nicht vermehrend, Theophr.; nicht gedeihlich, Plut. Syll. 20; – nicht wachsend, Arist. H. A. 6, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναυξής: -ές, (αὔξω) ὁ μὴ κατάλληλος πρὸς αὔξησιν, ὁ κωλύων τὴν αὔξησιν, τόπος… ἀναυξὴς Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 3, 3. ΙΙ. ἀμετάβ., ὁ μὴ αὐξανόμενος, ὁ μὴ «μεγαλώνων», Ἱππ. π. Ἄρθρ. 821, καὶ ἀλλ., καὶ ἔστιν αὕτη ἡ ἀφύη ἀναυξὴς καὶ ἄγονος Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 15, 4: ― ἄφθαρτον καὶ ἀναυξὲς Ἀριστ. π. Οὐρ 270a. 13. ― «ἱππάριον ἀναυξὲς» Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἰννός

Spanish (DGE)

-ές
que no aumenta, que no crece ὀστέα Hp.Art.53, cf. Mochl.24, ἕλκεα Hp.Dent.27, de animales, Arist.HA 569a30, κῶλα D.Chr.47.15, de plantas, Thphr.CP 4.6.3, Plu.2.912a, de un cuerpo celeste c. movimiento circular, Arist.Cael.270a13.

Greek Monolingual

ἀναυξής, -ές (Α) αύξω
1. εκείνος που δεν ευνοεί την αύξηση
2. (αμτβ.) εκείνος που δεν αυξάνεται, δεν μεγαλώνει.

Russian (Dvoretsky)

ἀναυξής: неспособный расти, не растущий (ἀ. καὶ ἄγονος Arst.; ἀ. καὶ ἄκαρπος Plut.).