ἀνεξίκμαστος: Difference between revisions

From LSJ

μηδείς ἀγεωμέτρητος εἰσίτω μου τὴν στέγην → let no one ignorant of geometry come under my roof

Source
(4)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνεξίκμαστος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] που δεν έχασε την [[ικμάδα]] του, δεν ξεράθηκε.
|mltxt=[[ἀνεξίκμαστος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] που δεν έχασε την [[ικμάδα]] του, δεν ξεράθηκε.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεξίκμαστος:''' не утративший влажности, сочный ([[κολλώδης]] καὶ ἀ. Arst.).
}}
}}

Revision as of 16:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεξίκμαστος Medium diacritics: ἀνεξίκμαστος Low diacritics: ανεξίκμαστος Capitals: ΑΝΕΞΙΚΜΑΣΤΟΣ
Transliteration A: anexíkmastos Transliteration B: anexikmastos Transliteration C: aneksikmastos Beta Code: a)neci/kmastos

English (LSJ)

ον,

   A not dried up, Arist.Pr.928a29, cf. Gal.8.367.

German (Pape)

[Seite 224] nicht ausgetrocknet, Arist. probl. 21, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεξίκμαστος: -ον, ὁ μὴ ἀποβαλὼν τὴν ἑαυτοῦ ἰκμάδα, ὁ μὴ ἀποξηρανθείς, Ἀριστ. Προβλ. 21. 12, 4.

Spanish (DGE)

-ον
no seco, no desecado πυρωθὲν κολλῶδες γίνεται καὶ ἀ. (la masa) cuando se calienta se pone pegajosa y no se seca Arist.Pr.928a29, cf. Gal.8.367.

Greek Monolingual

ἀνεξίκμαστος, -ον (Α)
εκείνος που δεν έχασε την ικμάδα του, δεν ξεράθηκε.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεξίκμαστος: не утративший влажности, сочный (κολλώδης καὶ ἀ. Arst.).