ἀνταπαμείβομαι: Difference between revisions
ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνταπᾰμείβομαι:''' μέλ. <i>-ψομαι</i>, Μέσ., [[υπακούω]] με τη [[σειρά]] μου, <i>τινί</i>, σε Τυρτ. | |lsmtext='''ἀνταπᾰμείβομαι:''' μέλ. <i>-ψομαι</i>, Μέσ., [[υπακούω]] με τη [[σειρά]] μου, <i>τινί</i>, σε Τυρτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνταπαμείβομαι:''' отвечать тем же, т. е. в свою очередь повиноваться (ῥήτραις [[Tyrtaeus]] ap. Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:33, 31 December 2018
English (LSJ)
Med.,
A obey in turn, ῥήτραις Tyrt.4.6.
German (Pape)
[Seite 244] dagegen erwiedern, Tyrt. 8, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταπᾰμείβομαι: μέσ., ὑπακούω ἐν τῷ ἐμῷ μέρει, μ. δοτ. ἔπειτα δὲ δημότας ἄνδρας εὐθείας ῥήτραις ἀνταπαμειβομένους Τυρταῖ. 4 (2), 6.
French (Bailly abrégé)
rendre la pareille ; LSJ obéir à son tour.
Étymologie: ἀντί, ἀπαμείβομαι.
Spanish (DGE)
(ἀνταπᾰμείβομαι)
responder a su vez c. instrum. εὐθείαις ῥήτραις con decretos justos Tyrt.3.8, c. ac. Ἐρατὼ δ' ἀνταπάμειπτο τάδε respondió a Erato lo que sigue Call. en PAnt.113.1(a).10.
Greek Monolingual
ἀνταπαμείβομαι (Α)
ανταποκρίνομαι, υπακούω κι εγώ.
Greek Monotonic
ἀνταπᾰμείβομαι: μέλ. -ψομαι, Μέσ., υπακούω με τη σειρά μου, τινί, σε Τυρτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνταπαμείβομαι: отвечать тем же, т. е. в свою очередь повиноваться (ῥήτραις Tyrtaeus ap. Plut.).