ἀντίλογος: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντίλογος:''' -ον ([[ἀντιλέγω]]), αυτός που αντιλέγει, [[ενάντιος]], αντιλεγόμενος, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀντίλογος:''' -ον ([[ἀντιλέγω]]), αυτός που αντιλέγει, [[ενάντιος]], αντιλεγόμενος, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντίλογος:''' противоречивый или обратный (τύχαι Eur.).
}}
}}

Revision as of 16:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίλογος Medium diacritics: ἀντίλογος Low diacritics: αντίλογος Capitals: ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ
Transliteration A: antílogos Transliteration B: antilogos Transliteration C: antilogos Beta Code: a)nti/logos

English (LSJ)

ον,

   A contradictory, reverse, τύχαι E.Hel.1142 (lyr.); φιλονεικίαι love of contradiction, Simp.in Ph.1135.28, cf. Epicur.Nat.28Fr.8.

German (Pape)

[Seite 255] widersprechend, Eur. Hel. 1156.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίλογος: -ον, παράλογος, ἐναντίος, ἀντιλόγοις πηδῶντ’ ἀνελπίστοις τύχαις; Εὐρ. Ἑλ. 1142.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
contradictoire, contraire.
Étymologie: ἀντιλέγω.

Spanish (DGE)

-ον
1 contradictorio τύχαι E.Hel.1142.
2 dialéctico, propio del hábil argumentador ἀ. φιλονεικία emulación simplemente por llevar la contraria, pura afición a la contradicción Simp.in Ph.1135.28.

Greek Monolingual

ο (Μ ἀντίλογος, ο
Α ἀντίλογος, -ον)
μσν.- νεοελλ.
απάντηση, απόκριση
νεοελλ.
αντιλογία, αντίρρηση
μσν.
μήνυμα, ανακοίνωση
αρχ.
(-ος, -ον) ο αντιφατικός, ο παράλογος.

Greek Monotonic

ἀντίλογος: -ον (ἀντιλέγω), αυτός που αντιλέγει, ενάντιος, αντιλεγόμενος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίλογος: противоречивый или обратный (τύχαι Eur.).