3,274,399
edits
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποκερδαίνω:''' μέλ. <i>-κερδήσω</i> ή <i>κερδᾰνῶ</i>, αόρ. <i>-εκέρδησα</i> ή <i>-εκέρδᾱνα</i>· έχω [[κέρδος]], όφελος από [[κάτι]], με γεν., σε Ευρ.· απόλ., σε Λουκ. | |lsmtext='''ἀποκερδαίνω:''' μέλ. <i>-κερδήσω</i> ή <i>κερδᾰνῶ</i>, αόρ. <i>-εκέρδησα</i> ή <i>-εκέρδᾱνα</i>· έχω [[κέρδος]], όφελος από [[κάτι]], με γεν., σε Ευρ.· απόλ., σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποκερδαίνω:''' (inf. aor. ἀποκερδᾶναι) извлекать пользу или наслаждаться (Luc.; τινός Eur.). | |||
}} | }} |