ἀποκερδαίνω: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποκερδαίνω:''' μέλ. <i>-κερδήσω</i> ή <i>κερδᾰνῶ</i>, αόρ. <i>-εκέρδησα</i> ή <i>-εκέρδᾱνα</i>· έχω [[κέρδος]], όφελος από [[κάτι]], με γεν., σε Ευρ.· απόλ., σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀποκερδαίνω:''' μέλ. <i>-κερδήσω</i> ή <i>κερδᾰνῶ</i>, αόρ. <i>-εκέρδησα</i> ή <i>-εκέρδᾱνα</i>· έχω [[κέρδος]], όφελος από [[κάτι]], με γεν., σε Ευρ.· απόλ., σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποκερδαίνω:''' (inf. aor. ἀποκερδᾶναι) извлекать пользу или наслаждаться (Luc.; τινός Eur.).
}}
}}