ἄρσην: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄρσην:''' ὁ, ἡ, [[ἄρσεν]], τό, γεν. <i>ἄρσενος</i>· αρχ. [[τύπος]] του [[ἄρρην]], Ιων. [[ἔρσην]]· [[αρσενικός]], Λατ. [[mas]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. [[ἄρρην]], <i>ὁ</i>, ή [[ἄρρεν]], <i>τό</i>, το [[αρσενικό]], σε Αισχύλ.· <i>οἱ ἄρσενες</i>, το ανδρικό [[φύλο]]·<br /><b class="num">2.</b> [[αρρενωπός]], [[δυνατός]], σε Ευρ.· μεταφ., [[ισχυρός]], [[μεγάλος]], [[κτύπος]] [[ἄρσην]] πόντου, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για το [[γένος]] των ονομάτων, [[αρσενικός]], <i>ὀνόματα</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἄρσην:''' ὁ, ἡ, [[ἄρσεν]], τό, γεν. <i>ἄρσενος</i>· αρχ. [[τύπος]] του [[ἄρρην]], Ιων. [[ἔρσην]]· [[αρσενικός]], Λατ. [[mas]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. [[ἄρρην]], <i>ὁ</i>, ή [[ἄρρεν]], <i>τό</i>, το [[αρσενικό]], σε Αισχύλ.· <i>οἱ ἄρσενες</i>, το ανδρικό [[φύλο]]·<br /><b class="num">2.</b> [[αρρενωπός]], [[δυνατός]], σε Ευρ.· μεταφ., [[ισχυρός]], [[μεγάλος]], [[κτύπος]] [[ἄρσην]] πόντου, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για το [[γένος]] των ονομάτων, [[αρσενικός]], <i>ὀνόματα</i>, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄρσην:''' эп., староион. и староатт. = [[ἄρρην]].
}}
}}