βιβλιοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(7)
(1b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βιβλιοφόρος]] και [[βιβλιαφόρος]], ο (Α)<br />ο γραμματοκομιστής.
|mltxt=[[βιβλιοφόρος]] και [[βιβλιαφόρος]], ο (Α)<br />ο γραμματοκομιστής.
}}
{{elru
|elrutext='''βιβλιοφόρος:''' v. l. [[βιβλιαφόρος]] ὁ письмоносец или гонец Polyb.
}}
}}

Revision as of 17:52, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 444] ὁ, Bücher, Briefe tragend, Pol. 4, 22 u. Sp., s. βιβλιαφόρος.

Greek (Liddell-Scott)

βιβλιοφόρος: -ον, ὁ φέρων ἐπιστολάς, γραμματοκομιστής, Λατ. tabellarius, Πολυβ. Ἀποσπ. 38.

Greek Monolingual

βιβλιοφόρος και βιβλιαφόρος, ο (Α)
ο γραμματοκομιστής.

Russian (Dvoretsky)

βιβλιοφόρος: v. l. βιβλιαφόρος ὁ письмоносец или гонец Polyb.