βιβλιοφόρος: Difference between revisions
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(7) |
(1b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βιβλιοφόρος]] και [[βιβλιαφόρος]], ο (Α)<br />ο γραμματοκομιστής. | |mltxt=[[βιβλιοφόρος]] και [[βιβλιαφόρος]], ο (Α)<br />ο γραμματοκομιστής. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βιβλιοφόρος:''' v. l. [[βιβλιαφόρος]] ὁ письмоносец или гонец Polyb. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:52, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 444] ὁ, Bücher, Briefe tragend, Pol. 4, 22 u. Sp., s. βιβλιαφόρος.
Greek (Liddell-Scott)
βιβλιοφόρος: -ον, ὁ φέρων ἐπιστολάς, γραμματοκομιστής, Λατ. tabellarius, Πολυβ. Ἀποσπ. 38.
Greek Monolingual
βιβλιοφόρος και βιβλιαφόρος, ο (Α)
ο γραμματοκομιστής.
Russian (Dvoretsky)
βιβλιοφόρος: v. l. βιβλιαφόρος ὁ письмоносец или гонец Polyb.