γλαυκῶπις: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γλαυκῶπις:''' ἡ, γεν. <i>-ιδος</i>, αιτ. <i>-ιδα</i> ή <i>-ιν</i> (<i>ὤψ</i>)· σε Όμηρ. ως επίθ. της θεάς Αθηνάς, που είχε αστραφτερούς, [[πολύ]] φωτεινούς, λαμπερούς και άγριους οφθαλμούς, μάτια· βλ. [[γλαυκός]].
|lsmtext='''γλαυκῶπις:''' ἡ, γεν. <i>-ιδος</i>, αιτ. <i>-ιδα</i> ή <i>-ιν</i> (<i>ὤψ</i>)· σε Όμηρ. ως επίθ. της θεάς Αθηνάς, που είχε αστραφτερούς, [[πολύ]] φωτεινούς, λαμπερούς και άγριους οφθαλμούς, μάτια· βλ. [[γλαυκός]].
}}
{{elru
|elrutext='''γλαυκῶπις:''' ιδος adj. f светлоокая или со сверкающими глазами (эпитет Афины Hom., Pind., Soph., Arph., реже Геры Anth. и Луны Emped.).
}}
}}