δεινολογέομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
(3)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δεινολογέομαι:''' ([[λέγω]]), αποθ., [[παραπονιέμαι]] μεγαλόφωνα, [[ελεεινολογώ]] τον εαυτό μου, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''δεινολογέομαι:''' ([[λέγω]]), αποθ., [[παραπονιέμαι]] μεγαλόφωνα, [[ελεεινολογώ]] τον εαυτό μου, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δεινολογέομαι:''' горько жаловаться, возмущаться, негодовать Her., Plut.
}}
}}

Revision as of 18:13, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεινολογέομαι Medium diacritics: δεινολογέομαι Low diacritics: δεινολογέομαι Capitals: ΔΕΙΝΟΛΟΓΕΟΜΑΙ
Transliteration A: deinologéomai Transliteration B: deinologeomai Transliteration C: deinologeomai Beta Code: deinologe/omai

English (LSJ)

   A complain loudly, ὅτι . . Hdt.1.44; εἰ . . Plu.Sert.6: abs., Hdt.4.68, Eus.Mynd.59.

German (Pape)

[Seite 538] dep. med., sich laut, heftig beklagen, Her. 1, 44. 4, 62; Plut. Sertor. 6, sequ. εἰ In den VLL. wird ἐδεινολόγουν erkl. ἐσχετλίαζον, δεινὰ πεπονθέναι ἔλεγον.

Greek (Liddell-Scott)

δεινολογέομαι: ἀποθ., μεγαλοφώνως παραπονοῦμαι, δ. ὅτι… Ἡρόδ. 1. 44· ἀπολ., ὁ αὐτ. 4. 68.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
seul. prés. et impf.
1 se plaindre avec véhémence, s’indigner;
2 exhaler sa douleur avec force.
Étymologie: δεινός, λόγος.

Greek Monotonic

δεινολογέομαι: (λέγω), αποθ., παραπονιέμαι μεγαλόφωνα, ελεεινολογώ τον εαυτό μου, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

δεινολογέομαι: горько жаловаться, возмущаться, негодовать Her., Plut.