δέγμενος: Difference between revisions
From LSJ
τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δέγμενος:''' Επικ. μτχ. αορ. βʹ του [[δέχομαι]]. | |lsmtext='''δέγμενος:''' Επικ. μτχ. αορ. βʹ του [[δέχομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δέγμενος:''' эп. part. pf. к [[δέχομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:16, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. δέχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
δέγμενος: ἴδε ἐν λ. δέχομαι, Ὅμ.
French (Bailly abrégé)
part. pf. avec l’accent d’un prés., de δέχομαι.
English (Autenrieth)
see δέχομαι.
Greek Monolingual
-η, -ον (Α)
βλ. δέχομαι.
Greek Monotonic
δέγμενος: Επικ. μτχ. αορ. βʹ του δέχομαι.
Russian (Dvoretsky)
δέγμενος: эп. part. pf. к δέχομαι.