δακτυλόδικτος: Difference between revisions
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
(8) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δακτυλόδικτος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «δακτυλόδικτον [[μέλος]]» (<b>Αισχ.</b>)<br />ο [[ήχος]] της σβούρας την οποία έριξε [[κάποιος]] με τα δάχτυλα του χεριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δάκτυλος]] <span style="color: red;">+</span> <i>δικτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δικείν]], απαρμφ. του αορ. <i>έδικον</i> του άχρηστου ενεστ. [[δίκω]] «[[ρίχνω]], [[χτυπώ]]»]. | |mltxt=[[δακτυλόδικτος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «δακτυλόδικτον [[μέλος]]» (<b>Αισχ.</b>)<br />ο [[ήχος]] της σβούρας την οποία έριξε [[κάποιος]] με τα δάχτυλα του χεριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δάκτυλος]] <span style="color: red;">+</span> <i>δικτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δικείν]], απαρμφ. του αορ. <i>έδικον</i> του άχρηστου ενεστ. [[δίκω]] «[[ρίχνω]], [[χτυπώ]]»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δακτῠλόδικτος:''' пущенный пальцами: δακτυλόδικτον [[μέλος]] Aesch. гудение пущенного волчка. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (δικεῖν)
A thrown from the fingers, δ. μέλος, of the humming of a top, A.Fr.57 codd. Str. (-δεικτον edd.).
Greek (Liddell-Scott)
δακτῡλόδικτος: -ον, (δικεῖν) ὁ ἐκ τῶν δακτύλων ῥιπτόμενος, δ. μέλος, ἐπὶ τοῦ σιγηλοῦ ἤχου, ὃν παράγει ἡ στρεφομένη βέμβιξ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55· πρβλ. Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
(δακτῠλόδικτος) -ον
dirigido, guiado con los dedos ἐν χερσὶν βόμβυκας ἔχων, τόρνου κάματον, δακτυλόδικτον πίμπλησι μέλος A.Fr.57.4.
Greek Monolingual
δακτυλόδικτος, -ον (Α)
φρ. «δακτυλόδικτον μέλος» (Αισχ.)
ο ήχος της σβούρας την οποία έριξε κάποιος με τα δάχτυλα του χεριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + δικτος < δικείν, απαρμφ. του αορ. έδικον του άχρηστου ενεστ. δίκω «ρίχνω, χτυπώ»].
Russian (Dvoretsky)
δακτῠλόδικτος: пущенный пальцами: δακτυλόδικτον μέλος Aesch. гудение пущенного волчка.