δοξοκοπία: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δοξοκοπία:''' ἡ, ακόρεστη [[φιλοδοξία]], «[[δίψα]]» για [[φήμη]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''δοξοκοπία:''' ἡ, ακόρεστη [[φιλοδοξία]], «[[δίψα]]» για [[φήμη]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δοξοκοπία:''' ἡ погоня за славой, честолюбие Plut., Luc.
}}
}}

Revision as of 18:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοξοκοπία Medium diacritics: δοξοκοπία Low diacritics: δοξοκοπία Capitals: ΔΟΞΟΚΟΠΙΑ
Transliteration A: doxokopía Transliteration B: doxokopia Transliteration C: doksokopia Beta Code: docokopi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A thirst for fame or popularity, Phld.Lib.p.57O., Heraclit.Ep.2, Plu.Per.5, M.Ant.11.18, Luc.Peregr.2, App.BC2.44, Hann.9, etc.; δ. ἄκρατος Epicur.Fr.120.

German (Pape)

[Seite 657] ἡ, Ehrsucht; Luc. Peregr. 2; Plut. Pericl. 5 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
ambition de la gloire ou des honneurs.
Étymologie: δοξοκοπέω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
búsqueda, deseo de fama διὰ ... δοξοκοπίαν λέγουσι μόνον ὡς ... Phld.Lib.18b.3, δοξοκοπίῃ προσέχουσι Heraclit.Ep.2, τὴν σεμνότητα δοξοκοπίαν ... ἀποκαλοῦντες Plu.Per.5, cf. Epicur.Fr.[46], D.H.4.24, M.Ant.11.18, Plu.2.791b, Luc.Peregr.2, App.BC 2.44, Hann.9, c. giro prep. ἡ [π] ρὸς τὸν πλησί[ο] ν δ. Polystr.Contempt.21.3.

Greek Monolingual

δοξοκοπία, η (Α)
φιλοδοξία για φήμη ή δημοτικότητα, αχαλίνωτη φιλοδοξία.

Greek Monotonic

δοξοκοπία: ἡ, ακόρεστη φιλοδοξία, «δίψα» για φήμη, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δοξοκοπία: ἡ погоня за славой, честолюбие Plut., Luc.