δυσφύλακτος: Difference between revisions
(nl) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=δυσφύλακτος -ον [δυσ-, φυλάττω] moeilijk te bewaken. waar niet tegen te waken valt. | |elnltext=δυσφύλακτος -ον [δυσ-, φυλάττω] moeilijk te bewaken. waar niet tegen te waken valt. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσφύλακτος:''' (ῠ)<b class="num">1)</b> от которого трудно уберечься, неотвратимый, неизбежный (κακά Eur.; ἱεροσυλοῦντες Luc.);<br /><b class="num">2)</b> который трудно уберечь ([[πόλις]] δ. διὰ τὸ [[μέγεθος]] Polyb.): δ. [[ὀξυθυμίας]] [[ὕπο]] Eur. чей гнев трудно сдержать. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:00, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A hard to guard, δυσφύλακτον οὐδὲν ὡς γυνή Alex.339; of a city, Plb. 2.55.2; πλοῦτος Str.9.3.8; ἀρχή D.C. 56.33. II hard to keep off or prevent, κακά E.Ph.924, cf. Andr.728; hard to guard against or avoid, τενάγη Str.11.4.2; τὸ οἰδεῖν -ότατον Longin.3.3.
German (Pape)
[Seite 690] 1) schwer zu bewachen, zu hüten; γυνή Alexis Stob. flor. 73, 42; πόλις Pol. 2, 55, 2; καὶ ἀβέβαιος 15, 34; ἀρχή, πλοῦτος, Strab. IX, 420; τὸ σεμνόν Plut. Pericl. 7. – 2) wovor man sich schwer hüten kann; κακά Eur. Phoen. 931; vgl. Andr. 729; τὸ δ. τῶν ἐκ τῆς τύχης συμβαινόντων Pol. 8, 22, 10; Luc. Tim. 9.
Greek (Liddell-Scott)
δυσφύλακτος: -ον, (φυλάττω) δυσφύλακτον οὐδὲν ὡς γυνὴ Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 40· ἐπὶ πόλεως, Πολύβ. 2. 55, 2, κτλ. ΙΙ. (μέσ. φυλάττομαι) ὃ δυσκόλως τις φυλάσσεται, προφυλάσσεται, κακὰ Εὐρ. Φοιν. 924, πρβλ. Ἀνδρ. 738.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont il est difficile de se garder.
Étymologie: δυσ-, φυλάσσω.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
I 1malo de guardar, difícil de tener vigilado de pers. πρεσβυτῶν γένος ... δυσφύλακτον ὀξυθυμίας ὕπο E.Andr.728, οὔτ' ἄλλο δυσφύλακτον οὐδὲν ὡς γυνή Alex.340
•de lugares difícil de vigilar τόπος PHels.6.9 (II a.C.), πόλις ... δ. διὰ τὸ μέγεθος Plb.2.55.2.
2 durante lo que es difícil velar νύξ glos. a δυσκηδέα Eust.1546.41.
3 difícil de guardar o conservar de abstr. ἡ μάθησις Alcid.1.19, πλοῦτος Str.9.3.8, καὶ δυσφύλακτον ... τὸ πρὸς δόξαν σεμνόν ἐστι Plu.Per.7, δυσφύλακτον ... αὐτὴν (τὴν ἀρχήν) ἔσεσθαι D.C.56.33.5
•neutr. subst. τὸ δ. la dificultad de conservar τὸ ταύτης (τῆς τύχης) ἀβέβαιον καὶ δ. Plb.15.34.2, cf. 8.20.10.
II de lo que es difícil guardarse, difícil de esquivar o evitar κακά E.Ph.924 (pero cf. Sch.ad loc.), τενάγη Str.11.4.2, τὸ βαλλόμενον I.BI 3.242, τὸ οἰδεῖν Longin.3.3, de pers., ἐκεῖνος μὲν ἐκ τοῦ προφανοῦς ἀπέστη, καὶ κατὰ τοῦτο οὐ δ. ἦν D.C.40.20.2, de los aduladores, Plu.2.49b, de los ladrones sacrílegos, Luc.Tim.9, de los púgiles ambidextros, Philostr.Gym.41
•neutr. subst. τὸ δ. la dificultad de guardarse ante los reptiles pequeños, Nearch.10b.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α δυσφύλακτος, -ον)
αυτός που φυλάσσεται με δυσκολία
αρχ.
1. αυτός από τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να προφυλαχθεί
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσφύλακτον
αδυναμία προφύλαξης από κακό.
Greek Monotonic
δυσφύλακτος: -ον, αυτός που είναι δύσκολο να αποτραπεί ή να εμποδισθεί, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δυσφύλακτος -ον [δυσ-, φυλάττω] moeilijk te bewaken. waar niet tegen te waken valt.
Russian (Dvoretsky)
δυσφύλακτος: (ῠ)1) от которого трудно уберечься, неотвратимый, неизбежный (κακά Eur.; ἱεροσυλοῦντες Luc.);
2) который трудно уберечь (πόλις δ. διὰ τὸ μέγεθος Polyb.): δ. ὀξυθυμίας ὕπο Eur. чей гнев трудно сдержать.