δυσθυμαίνω: Difference between revisions
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσθῡμαίνω:''' αποθαρρύνομαι, χάνω το [[θάρρος]] μου, σε Ομηρ. Ύμν. | |lsmtext='''δυσθῡμαίνω:''' αποθαρρύνομαι, χάνω το [[θάρρος]] μου, σε Ομηρ. Ύμν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσθῡμαίνω:''' HH = [[δυσθυμέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:12, 31 December 2018
English (LSJ)
A to be dispirited, despond, h. Cer.362.
German (Pape)
[Seite 681] mißmüthig, traurig sein, H. h. Cer. 363.
Greek (Liddell-Scott)
δυσθῡμαίνω: εἶμαι ἄθυμος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 363.
Spanish (DGE)
(δυσθῡμαίνω) desanimarse, h.Cer.362.
Greek Monolingual
δυσθυμαίνω (Α)
δυσθυμώ.
Greek Monotonic
δυσθῡμαίνω: αποθαρρύνομαι, χάνω το θάρρος μου, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
δυσθῡμαίνω: HH = δυσθυμέω.