ἔκκλυσμα: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(10)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔκκλυσμα]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[απόπλυμα]]<br /><b>2.</b> (για κόκκινη [[βαφή]]) που παράγεται από θαλάσσιους οργανισμούς.
|mltxt=[[ἔκκλυσμα]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[απόπλυμα]]<br /><b>2.</b> (για κόκκινη [[βαφή]]) που παράγεται από θαλάσσιους οργανισμούς.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔκκλυσμα:''' ατος τό pl. помои, нечистоты, грязь Plut.
}}
}}

Revision as of 19:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκκλυσμα Medium diacritics: ἔκκλυσμα Low diacritics: έκκλυσμα Capitals: ΕΚΚΛΥΣΜΑ
Transliteration A: ékklysma Transliteration B: ekklysma Transliteration C: ekklysma Beta Code: e)/kklusma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is washed away, τὸ τῆς ἡδονῆς ἔ. Plu.2.1089b ; that which is washed up, produce of the sea, of purple dye, Zos.Alch.p.164

German (Pape)

[Seite 764] τό, das Ausgespülte, der Schmutz, Plut. non posse 4 M.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκκλυσμα: τό, τὸ ἐκπλυνόμενον, ἀπόπλυμα, Πλούτ. 2. 1089Β.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
lavure.
Étymologie: ἐκκλύζω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
lo arrojado por el mar a la playa δεῖ δὲ προσέχειν ... πῶς ἐκ θαλάττης οὖσα καὶ ἐκλύσματος (sic) εἰς πορφύραν μετατρέπεται del caracol de la púrpura, Zos.Alch.164.15
fig. residuo τὰ ... τῶν πικρῶν ἐκκλύσματα Plu.2.463a, τὰ τῆς ἡδονῆς ἐκκλύσματα Plu.2.1089b.

Greek Monolingual

ἔκκλυσμα, το (Α)
1. απόπλυμα
2. (για κόκκινη βαφή) που παράγεται από θαλάσσιους οργανισμούς.

Russian (Dvoretsky)

ἔκκλυσμα: ατος τό pl. помои, нечистоты, грязь Plut.