ἐκπλήσσω: Difference between revisions
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
(4) |
(2) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐκπλήσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[χτυπώ]] προς τα έξω, [[βγάζω]] με χτυπήματα, [[εκδιώκω]], σε Αισχύλ.· απόλ., [[διώχνω]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> κάνω κάποιον να χάσει τα λογικά του, [[καταπλήσσω]], [[ξαφνιάζω]], [[σαστίζω]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· [[συχνά]] στον Παθ. αόρ. βʹ, Επικ. <i>ἐξεπλήγην</i>, Αττ. [[ἐξεπλάγην]] [ᾰ], αόρ. αʹ <i>ἐξεπλήχθην</i>, παρακ. <i>ἐκπέπληγμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[τρομάζω]], εκπλήσσομαι, ξαφνιάζομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.· <i>ἐκπλαγῆναί τινι</i>, ξαφνιάζομαι, καταπλήσσομαι, σε Ηρόδ., ομοίως και [[διά]] τι, [[ἐπί]] τινι κ.λπ.· <i>ἐκπλαγῆναί τινα</i>, καταλαμβάνομαι από [[πανικό]] φοβούμενος..., σε Σοφ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, λέγεται για ξαφνικό, αιφνίδιο [[πάθος]], [[χτυπιέμαι]], πλήττομαι, σε Αισχύλ. κ.λπ. | |lsmtext='''ἐκπλήσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[χτυπώ]] προς τα έξω, [[βγάζω]] με χτυπήματα, [[εκδιώκω]], σε Αισχύλ.· απόλ., [[διώχνω]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> κάνω κάποιον να χάσει τα λογικά του, [[καταπλήσσω]], [[ξαφνιάζω]], [[σαστίζω]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· [[συχνά]] στον Παθ. αόρ. βʹ, Επικ. <i>ἐξεπλήγην</i>, Αττ. [[ἐξεπλάγην]] [ᾰ], αόρ. αʹ <i>ἐξεπλήχθην</i>, παρακ. <i>ἐκπέπληγμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[τρομάζω]], εκπλήσσομαι, ξαφνιάζομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.· <i>ἐκπλαγῆναί τινι</i>, ξαφνιάζομαι, καταπλήσσομαι, σε Ηρόδ., ομοίως και [[διά]] τι, [[ἐπί]] τινι κ.λπ.· <i>ἐκπλαγῆναί τινα</i>, καταλαμβάνομαι από [[πανικό]] φοβούμενος..., σε Σοφ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, λέγεται για ξαφνικό, αιφνίδιο [[πάθος]], [[χτυπιέμαι]], πλήττομαι, σε Αισχύλ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκπλήσσω:''' атт. [[ἐκπλήττω]] (fut. ἐκπλήξω, aor. ἐξέπληξα; pass. fut. ἐκπλαγήσομαι, aor. 2 ἐξεπλήγην и [[ἐξεπλάγην]], aor. 1 ἐξεπλήχθην, pf. ἐκπέπληγμαι)<br /><b class="num">1)</b> выбивать: ὁ κεραυνὸς ἐξέπληξε αὐτὸν τῶν ὑψηγόρων κομπασμάτων Aesch. удар молнии прекратил его надменную похвальбу;<br /><b class="num">2)</b> отгонять, прогонять, тж. подавлять, заглушать (τὰν θεμερῶπιν αἰδῶ Aesch. - in tmesi; τὸ λυπηρόν Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> сталкивать, сбивать (τινὰ ὁδοῦ Eur.);<br /><b class="num">4)</b> силой заставлять, принуждать (τινὰ εἰς τὴν ὁμολογίαν Polyb.);<br /><b class="num">5)</b> поражать, приводить в смущение, смятение или в изумление, ошеломлять (τινὰ κάλλει Aeschin.): ὅ μ᾽ ἐκπλέσσει λόγου (v. l. λέγειν) Eur. мне трудно говорить об этом; преимущ. pass. поражаться, смущаться: ἐκπεπληγμένος φόβῳ Soph. охваченный страхом или обезумевший от страха; ἐκπλαγῆναι φρένας Aesch. или ἐκπληχθῆναι ψυχήν Eur. обезуметь, быть вне себя; ἐκπεπλῆχθαι ἐπὶ τῷ κάλλει τινός Xen. быть пораженным чьей-л. красотой; ὑπὸ τῆς συμφορῆς ἐκπεπληγμένος Her. потрясенный этим несчастьем; ἐκπλαγεὶς τὰ προκείμενα ἀγαθά Her. изумленный находящимися перед его глазами богатствами; διὰ τὸ τοιοῦτον ἐκπλαγέντες Thuc. приведенные этим в замешательство; ἐκπεπληγμένος τῷ ἀπροσδοκήτῳ Plut. опешивший от неожиданности; ἐκπεπληγμένος κέντροις ἔρωτος Eur. сраженный стрелами любви; ὑπὸ τῶν ἡδονῶν ἐκπληττόμενος Plat. упивающийся наслаждениями. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 31 December 2018
English (LSJ)
Att. ἐκπλήττω,
A strike out of, drive away from, expel, ἐκ δ' ἔπληξέ μου τὴν αἰδῶ A.Pr.134 ; ὃς (sc. κεραυνὸς) αὐτὸν ἐξέπληξε τῶν.. κομπασμάτων ib.362, cf. E.Ion635: abs.,drive away, ἡ τέρψις τὸ λυπηρὸν ἐκπλήσσει Th.2.38 ; φόβος μνήμην ἐ. ib.87. II drive out of one's senses by a sudden shock, amaze, astound, Od.18.231 (tm.) ; κάλλει καὶ ὥρᾳ διενεγκόντες ἐ. τινάς Aeschin.1.134 ; ὁ φόβος ἐκπλήσσων.. Antipho 2.1.7 ; κακοὶ εὐτυχοῦντες ἐκπλήσσουσί με Trag.Adesp. 465 ; ὅ μ' ἐκπλήσσει λόγου frightens me in speaking, E.Or.549 :— in this sense most freq. in aor. 2 Pass., Ep. ἐξεπλήγην (v. infr.), Att. ἐξεπλάγην [ᾰ] (also aor. I ἐξεπλήχθην Id.Tr.183 : pf. part. ἐκπεπληγμένος A.Pers.290, S.Tr.386, etc.); to be panic-struck, amazed, esp. by fear, ἐκ γὰρ πλήγη φρένας Il.16.403, cf. 13.394 ; ἡνίοχοι ἔκπληγεν 18.225 : c. part., ἐκπεπληγμένον κεῖνον βλέποντες S.OT 922, cf. Ant.433, etc.; ἐκπλαγῆναί τινι to be astonished at a thing, Hdt.1.116, etc. ; ὑπό τινος Id.3.64 ; διά τι Th.7.21 ; ἐπί τινι X.Cyr. 1.4.27 ; πρός τι Plu.Thes.19, etc.: also c.acc., ἐκπλαγῆναί τινα to be struck with panic fear of.., S.Ph.226,El.1045 ; ἡμᾶς δ' ἂν..μάλιστα ἐκπεπληγμένοι εἶεν Th.6.11, cf.3.82. 2 generally, of any sudden, overpowering passion, to be struck with desire, Ar.Pl.673 ; with love, E.Hipp.38, Med.8 ; χαρᾷ, ἡδονῇ, A.Ch.233, S.Tr.629 ; with admiration, Hdt.3.148, etc.: c.acc.rei, ἐκπλαγέντα τὰ προκείμενα ἀγαθά Id.9.82. 3 εἰς ὁμολογίαν ἐκπλήττειν frighten one into.., f.l. in Plb. 23.4.11.
German (Pape)
[Seite 774] 1) herausschlagen, -treiben, verscheuchen; ἐκ δ' ἔπληξέ μου τὴν αἰδῶ Aesch. Prom. 134; ὃς αὐτὸν ἐξέπληξε τῶν κομπασμάτων 360; τινὰ ὁδοῦ Eur. Ion 635; ἡ τέρψις τὸ λυπηρόν, Thuc. 2, 38; φόβος μνήμην 2, 87. – 2) erschrecken, Einen durch Staunen, Verwunderung außer sich setzen, betäuben, beunruhigen; Ar. Plut. 673; ἐὰν ἐκπλήξωσί τινας κάλλει Aeschin. 1, 134; ὁ λόγος τοὺς Ἀθηναίους Plat. Legg. III, 698 d; βουλόμενοι τοὺς Ἀχαιοὺς εἰς τὴν ὁμολογίαν ἐκπλῆξαι, durch Furcht zur Abschließung des Vertrags bewegen, Pol. 24, 4, 11. Am häufigsten pass. aor. II. ἐξεπλάγην (ἐκπληχθεῖσα ψυχὴν φρίκᾳ Eur. Tr. 183), in Schrecken gesetzt werden, vor Furcht, Staunen u. dgl. außer sich gerathen; ἐκ δέ οἱ ἡνίοχος πλήγη φρένας, ἃς πάρος εἶχεν, er verlor die Besinnung, Il. 13, 394; ἡνίοχοι δ' ἔκπληγεν, = ἐξεπλάγησαν, 18, 225; χαρᾷ δὲ μὴ' κπλαγῇς φρένας, laß dich nicht bethören, Aesch. Ch. 231; κακοῖς ἐκπεπληγμένη Pers. 281; φόβῳ Soph. Trach. 24; ἡδονῇ 626; ὥςτε ἐκπεπλῆχθαι πάντας Bato Ath. III, 104 (v. 19); ἀπεθώμαζε καὶ ἐξεπλήσσετο Her. 3, 148; ὑπὸ τῆς συμφορᾶς ἐκπεπληγμένος 3, 64; ταῖς ξυμφοραῖς Thuc. 7, 63; κέντροις ἔρωτος Eur. Hipp. 38; θαυμαστὰ – φιλίᾳ Plat. Conv. 192 c; ὑπὸ τῶν ἡδονῶν ἀγόμενος καὶ ἐκπλ. Prot. 355 a; neben κατέχεσθαι Conv. 215 d; neben τεθορυβῆσθαι Charm. 154 c; ἐκπλαγείς oft allein, erschreckt, verdutzt, Xen. An. 1, 8, 20; ἐπί τινι, Cyr. 1, 4, 27, wie Matth. 7, 28; διά τι, Thuc. 7, 21; auch τί, sich vor Etwas entsetzen od. es anstaunen, Soph. Ai. 33; Thuc. 3, 82. 6, 33.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπλήσσω: Ἀττ. ἐκπλήττω: μέλλ. -ξω, ἐκκρούω, ἐκδιώκω, ἐκ δ’ ἔπληξέ μου τὴν αἰδῶ Αἰσχύλ. Πρ. 134· ὃς (ἐνν. κεραυνὸς) αὐτὸν ἐξέπληξε τῶν... κομπασμάτων αὐτόθι 360, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 635· ἐκβάλλω, ἀποπέμπω, ἡ τέρψις ἐκπλήσσει τὸ λυπηρὸν Θουκ. 2. 38· φόβος μνήμην ἐκπλ. αὐτόθι 87. ΙΙ. φέρω τινὰ εἰς ἔκπληξιν, ἐκπλήττω, τρομάζω, Ὀδ. Σ. 231 ἐν τιμήσει· ὁ φόβος ἐκπλήσσων Ἀντιφῶν 115, 30· ὃ μ’ ἐκπλήσσει λέγειν, μὲ τρομάζει, Εὐρ. Ὀρ. 549: ― ἐν ταύτῃ τῇ σημασίᾳ τὸ πλεῖστον εἶναι ἐν χρήσει ὁ παθ. ἀόρ. β΄, Ἐπ. ἐξεπλήγην (ἴδε κατωτ.), Ἀττ. ἐξεπλάγην ᾰ· ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ ὁ ἀόρ. α΄ ἐξεπλήχθην Σοφ. Τρ. 386, Εὐρ. Τρῳ. 183, μετὰ παθ. πρκμ. ἐκπεπληγμένος Αἰσχύλ. Πέρσ. 290, Σοφ., κτλ.: ― γίνομαι ἔντρομος, τρομάζω, ἐκπλήττομαι, κυρίως ἐκ φόβου, ἐκ γὰρ ’πλήγη φρένας Ἰλ. Π. 403, πρβλ. Ν. 394· ἡνίοχοι δ’ ἔκπληγον Σ. 225· μετὰ μετοχ., ἐκπεπληγμένον κεῖνον βλέποντες Σοφ. Ο. Τ. 922, πρβλ. Ἀντ. 433, κτλ.· ἐκπλαγῆναί τινι Ἡρόδ. 1. 116, κτλ· ὑπό τινος ὁ αὐτ. 3. 64· διά τι Θουκ. 7. 21· ἐπί τινι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 27· πρός τι Πλουτ. Θεμ. 19, κτλ.· ἀλλ’ ὡσαύτως, ἐκπλαγῆναί τινα Σοφ. Φ. 226, Ἠλ. 1045· ἡμᾶς δ’ ἂν... μάλιστα ἐκπεπληγμένοι εἶεν Θουκ. 6. 11, πρβλ. 3. 82. 2) ἐν γένει ἐπὶ ὑπερβολικοῦ πάθους, προξενῶ σφοδρὰν ἐπιθυμίαν, Ἀριστοφ. Πλ. 673· κατατιτρώσκομαι κέντροις ἔρωτος Εὐρ. Ἱππ. 38, Μήδ. 8· χαρᾷ δὲ μὴ ’κπλαγῇς φρένας Αἰσχύλ. Χο. 233, πρβλ. Σοφ. Τρ. 629· ἐπὶ θαυμασμοῦ, Αἰσχίν. 19. 4, κτλ.· μετ’ αἰτ. πράγματος, ἐκπλαγέντα τὰ προκείμενα ἀγαθὰ Ἡρόδ. 9. 82, πρβλ. 3. 148. 3) εἴς τι ἐκπλήττειν Πολύβ. 24. 4, 11.
French (Bailly abrégé)
f. ἐκπλήξω, ao. ἐξέπληξα;
Pass. f. ἐκπλαγήσομαι, ao.2 ἐξεπλήγην ou plus us. ἐξεπλάγην, pf. ἐκπέπληγμαι;
abattre en frappant en parl. de la foudre ; fig. frapper de stupeur, d’admiration, de crainte ; ἡ τέρψις τὸ λυπηρὸν ἐκπλήττει THC l’amusement étourdit le chagrin ; φόβος μνήμην ἐκπλήττει THC la crainte étonne ou trouble la mémoire ; Pass. ἐκπλαγῆναι φρένας ESCHL avoir l’esprit frappé, étonné, troublé ; abs. ἐκπλήττεσθαί ou ἐκπλαγῆναι τινι, ἐπί τινι, ὑπό τινος, τι, διά τι, πρός τι être étonné, troublé ou effrayé de qch ; ἐκπλαγῆναί τινα SOPH être frappé de terreur à la vue ou à la pensée de qqn ; abs. ἐκπεπληγμένον κεῖνον βλέποντες SOPH le voyant épouvanté.
Étymologie: ἐκ, πλήσσω.
English (Autenrieth)
pass. aor. 2 3 pl. ἔκπληγεν: strike out, regularly metaph., dismay, terrify, with and without φρένας, Il. 18.225.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττω
• Morfología: [dór. aor. ind. 3a sg. ἐκ ... πλᾶξε (tm.), Pi.N.1.48]
I intr. en v. med.-pas.
1 asustarse, pasmarse, desconcertarse
a) en pres. y aor. ἡνίοχοι δ' ἔκπληγεν Il.18.225, κινδύνου τοῦ μέλλοντος <ὡς> ὄντος φεύγουσιν ἐκπλαγέντες desconcertados huyen del peligro como si fuese inminente Gorg.B 11.16, ταῦτ' ἀκούσας ... τὸ πρῶτον ἐξεπλάγην Isoc.5.22, ἐξεπλάγη ἡγησαμένη με πάντα ἀκριβῶς ἐγνωκέναι se quedó estupefacta creyendo que yo lo sabía todo con exactitud Lys.1.19, ἀκούσαντες δὲ οἱ μαθηταὶ ἐξεπλήσσοντο σφόδρα Eu.Matt.19.25, cf. Isoc.6.75, IG 42.121.46 (IV a.C.), Ael.NA 11.32, c. ac. de rel. ἐκ γὰρ πλήγη φρένας (tm.) se quedó estupefacto, Il.16.403, cf. 13.394, οὐδὲν ἐκπλαγεῖσά σε nada asustada ante tí S.El.1045, c. ac. de rel. y dat. χαρᾷ δὲ μὴ 'κπλαγῇς φρένας no desvaríe tu mente de alegría A.Ch.233
•c. dat. ἐκπλαγεὶς δὲ τούτοισι ... ἄφθογγος ἦν Hdt.1.116, καὶ μή μ' ὄκνῳ δείσαντες ἐκπλαγῆτ' ἀπηγριωμένον no os quedéis estupefactos de miedo al verme asilvestrado S.Ph.226, τῷ μεγέθει τῶν παρόντων κακῶν Th.3.113, θάμβει E.Rh.291, c. giro prep. διὰ τὸ τοιοῦτον ἐκπλαγέντων αὐτῶν Th.7.21, ἐπὶ τοῖς συμβαίνουσι Plb.5.48.3;
b) en perf. estar asustado, pasmado o desconcertado σὺν δέ νιν θηρώμεθ' εὐθὺς οὐδὲν ἐκπεπληγμένην S.Ant.433, ἐνθουσιῶν τε καὶ ἐκπεπληγμένος D.Chr.21.14, ὀκνοῦμεν πάντες ἐκπεπληγμένον κεῖνον βλέποντες S.OT 922, c. part. predic. del suj. ταῦτ' ἀκούσαντες ἐκπεπληγμένοι καὶ δακρύοντες pasmados tras haber oído eso y llorando Lys.32.10, cf. Pl.R.336d, c. ac. de rel. τὰ δ' (ἴχνη) ἐκπέπληγμαι κοὐκ ἔχω μαθεῖν ὅτου en relación con otras (huellas) estoy desconcertado y no puedo saber de quién son S.Ai.33, cf. Antipho Soph.B 61, τοὺς ἐναντίους ἐκπεπληγμένος Th.3.82, c. dat. ἐκπεπληγμένη κακοῖς A.Pers.290, βάρβαροι γυναῖκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ E.Ba.604, c. ὑπό y gen. ὑπὸ τῆς συμφορῆς τῆς τε ἐκ τοῦ μάγου ἐκπεπληγμένος Hdt.3.64, ὑπὸ ... τοῦ κινδύνου ἐκπεπληγμένον αὐτόν Antipho 2.2.7, c. otros giros ἐκπεπληγμένοι δὲ ταῖς ψυχαῖς διὰ τὸ γεγονὸς ἀτύχημα Plb.5.74.3, εἰς τὴν ἀπειρίαν Luc.Merc.Cond.15.
2 sorprenderse, asombrarse en pres. y aor. ὅκως ... ἴδοιτο ... τὰ ποτήρια, ἀπεθώμαζέ τε καὶ ἐξεπλήσσετο cuando vio las copas permanecía admirado y asombrado Hdt.3.48, ἐκπλήττομαι δέ, πῶς γράφει χεὶρ ἐμπνόους AP 16.381, cf. Aristid.Quint.61.11, c. ac. de rel. ὥστε ... ἐκπλήσσεσθαι τὴν τοῦ νεανίσκου ψυχήν LXX 2Ma.7.12, ἐκπληττόμενοι τὴν ἀσέβειαν Plb.2.59.2, c. dat. ὥστ' ἐκπλαγῆναι τοὐμὸν ἡδονῇ κέαρ S.Tr.629, c. ὑπό y gen. ὑπὸ θαύματος Manes 8.8
•consternarse, indignarse ἐξεπλήσσου τῇ τύχῃ τῇ τῶν θεῶν E.IA 351
•en perf. estar sorprendido o admirado ἐκπεπληγμένος ... ἐς τέρψιν εἶμι aunque asombrado ... me alegro E.IT 795, c. ac. de rel. τὴν τόλμαν αὐτοῦ ἐκπεπληγμένοι Th.5.10, τὰ τυχόντα Arist.Mu.391a23.
3 en aor. pas. deslumbrarse por, quedar fascinado ante c. ac. de rel. ἐκπλαγεὶς τὰ προκείμενα ἀγαθά Hdt.9.82, τὴν σοφίαν τοῦ Σαλομῶνος I.AI 8.168, c. dat. de causa Μήδεια ... ἔρωτι θυμὸν ἐκπλαγεῖσ' Ἰάσονος Medea impactada en su espíritu por el amor a Jasón E.Med.8, cf. Hel.1397, c. gen. τῆς εὐπρεπείας ἐκπλαγείς LXX 4Ma.8.4, c. πρός y ac. Ἀριάδνη ... πρός τε τὴν ὄψιν ἐξεπλάγη τοῦ Θησέως Plu.Thes.19, c. part. predic. Δία ... οὕτως ἐκπλαγέντα ἰδόντα τὴν Ἥραν Pl.R.390c
•en perf. estar deslumbrado c. gen. κἀκπεπληγμένη κέντροις ἔρωτος E.Hipp.38, c. ac. de rel. ἐκπεπλήγμην τὸ κάλλος Ach.Tat.1.4.5, c. dat. ὥστ' ἐκπεπλῆχθαι καρδίαν πόθῳ Men.(?) en PKöln 203A.18, c. ἐπί y dat. ἄνδρα δέ τινα ... ἐκπεπλῆχθαι ... ἐπὶ τῷ κάλλει τοῦ Κύρου X.Cyr.1.4.27, cf. Act.Ap.13.12, Manes 141.4.
II tr.
1 echar fuera de c. ac. abstr. ἡ τέρψις τὸ λυπηρὸν ἐκπλήσσει el disfrute (de las fiestas) echa fuera la tristeza Th.2.38, c. ac. de pers. y gen. separat. de lugar οὐδέ μ' ἐξέπληξ' ὁδοῦ πονηρὸς οὐδείς ningún malvado me echó fuera del camino E.Io 635
•fig. echar fuera, arrebatar, quitar de golpe c. ac. abstr. y gen. separat. de pers. ἐκ δ' ἔπληξέ μου τὰν ... αἰδῶ me quitó la vergüenza de golpe A.Pr.134, c. ac. de pers. y gen. separat. ὃς αὐτὸν ἐξέπληξε τῶν ... κομπασμάτων A.Pr.360
•esp. λόγου ἐκπλήσσειν quitar la palabra, interrumpir τὸ γῆρας ... τὸ σὸν, ὅ μ' ἐκπλήσσει λόγου tu vejez, que me quita la palabra e.e. que me impide hablar libremente E.Or.549, μὴ λόγων ἔκπλησσέ με no me quites la palabra, e.e., no me interrumpas E.IT 773, τί δ' ἔστι τοῦ παρόντος ἐκπλῆσσον λόγου; E.IT 240, cf. en v. pas. X.Eph.5.12.6.
2 desconcertar, alarmar, consternar ἐκ γάρ με πλήσσουσι ... οἵδε κακὰ φρονέοντες (tm.) Od.18.231, κακοὶ γὰρ εὐτυχοῦντες ἐκπλήσσουσί με Trag.Adesp.465, cf. Plu.Arist.15, D.C.64.14.3.
3 asustar ἀνθρώπους Critias Fr.Trag.19.28
•sobrecoger ἐκ δ' ἄρ' ἄτλατον δέος πλᾶξε γυναῖκας y entonces un terror insufrible sobrecogió a las mujeres Pi.l.c. (tm.), τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν Plb.14.5.13, ὁ μὲν (φόβος) ἐμπίπτων ἐκπλήττει el miedo cuando cae encima sobrecoge Luc.Cont.15, cf. D.H.6.72, τοὺς θεωμένους I.BI 7.419.
4 molestar, perturbar τοὺς ... ἀπολογουμένους θορυβοῦντας ἐκπλήττειν Anaximen.Rh.1433a13, φόβος μνήμην ἐκπλήττει el miedo perturba la memoria Th.2.87, τὸ λογιζόμενον D.C.42.1.4
•tener en vilo ἀλλά με ἀθάρης χύτρα τις ἐξέπληττε pero una marmita de gachas me tenía en vilo Ar.Pl.673.
5 asombrar, deslumbrar, impresionar κέρτομός μ' ἐκ θεοῦ τις ἐκπλήσσει χαρά una alegría ilusoria procedente de un dios me deslumbra E.Alc.1125, οὐδ' ἐξέπληττον αὐτοὺς, Κύκνους ποιῶν καὶ Μέμνονας no los deslumbraba creando Cicnos y Memnones Ar.Ra.962, ἐὰν κάλλει καὶ ὥρᾳ διενεγκόντες ἐκπλήξωσί τινας en el caso de que al destacar por su belleza o juventud deslumbren a algunos Aeschin.1.134, cf. Arr.Epict.4.4.10, ἐκπλῆξαι τὸ πλῆθος asombrar a la multitud Luc.Alex.26, τὰς ψυχάς Vett.Val.142.9, ἐξέπληττε τοὺς γείτονας ... τὸ πρᾶγμα Ast.Am.Hom.7.6.3, cf. Hld.10.31.1, τὰ παράδοξα ... τοὺς ἀνθρώπους, ἤν δὲ δεινά (ᾖ), μᾶλλον ἐκπλήττοντα X.Eq.Mag.8.19, en v. pas. (ὁ ἰατρὸς) οὐκ ἐκπλήττεται ὑπὸ τῶν προσόντων Pl.Cra.394b, ὑπὸ τῶν ἡδονῶν ἀγόμενος καὶ ἐκπληττόμενος Pl.Prt.355a.
English (Strong)
from ἐκ and πλήσσω; to strike with astonishment: amaze, astonish.
English (Thayer)
ἐκπλήττω: passive (present ἐκπλήσσομαι or ἐκπλήττομαι (so R G Tr WH ἐξεπλησσομην; 2nd aorist ἐξεπλάγην; common in Greek from Homer down; properly, to strike out, expel by a blow, drive out or away; to cast off by a blow, to drive out; commonly, to strike one out of self-possession, to strike with panic, shock, astonish; passive to be struck with astonishment, astonished, amazed; absolutely: ἐπί τῇ διδαχή, ἐπί τῇ μεγαλειότητι, ἐπί τῷ κάλλει, Xenophon, Cyril 1,4, 27; ἐπί τῇ θεά, Aelian v. h. 12,41; (Winer's Grammar, § 33, b.); by the Greeks also with simple dative and with accusative of the thing, as φοβέω, at the end.)
Greek Monolingual
και εκπλήττω (AM ἐκπλήσσω και ἐκπλήττω
Α και ἐκπλήγνυμι)
Ι. προκαλώ έκπληξη, ισχυρότατη εντύπωση, θαυμασμό ή φόβο
μσν.
φρ. «δειλία ἐκπλήττει» — δειλία καταλαμβάνει, κυριεύει
αρχ.
1. χτυπώ και απωθώ
2. προξενώ ισχυρή επιθυμία
II. (μτχ. παθ. παρακμ.) αρχ.-μσν. ἐκπεπληγμένος, -η, -ον
έκπληκτος
III. επίρρ. ἐκπεπληγμένως
1. με κατάπληξη
2. φρ. «ἐκπεπληγμένως ἔχω, διάκειμαι» — τά έχω χαμένα, είμαι κατάπληκτος.
Greek Monotonic
ἐκπλήσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω,
I. χτυπώ προς τα έξω, βγάζω με χτυπήματα, εκδιώκω, σε Αισχύλ.· απόλ., διώχνω, σε Θουκ.
II. κάνω κάποιον να χάσει τα λογικά του, καταπλήσσω, ξαφνιάζω, σαστίζω, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· συχνά στον Παθ. αόρ. βʹ, Επικ. ἐξεπλήγην, Αττ. ἐξεπλάγην [ᾰ], αόρ. αʹ ἐξεπλήχθην, παρακ. ἐκπέπληγμαι·
1. τρομάζω, εκπλήσσομαι, ξαφνιάζομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.· ἐκπλαγῆναί τινι, ξαφνιάζομαι, καταπλήσσομαι, σε Ηρόδ., ομοίως και διά τι, ἐπί τινι κ.λπ.· ἐκπλαγῆναί τινα, καταλαμβάνομαι από πανικό φοβούμενος..., σε Σοφ., Θουκ.
2. γενικά, λέγεται για ξαφνικό, αιφνίδιο πάθος, χτυπιέμαι, πλήττομαι, σε Αισχύλ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπλήσσω: атт. ἐκπλήττω (fut. ἐκπλήξω, aor. ἐξέπληξα; pass. fut. ἐκπλαγήσομαι, aor. 2 ἐξεπλήγην и ἐξεπλάγην, aor. 1 ἐξεπλήχθην, pf. ἐκπέπληγμαι)
1) выбивать: ὁ κεραυνὸς ἐξέπληξε αὐτὸν τῶν ὑψηγόρων κομπασμάτων Aesch. удар молнии прекратил его надменную похвальбу;
2) отгонять, прогонять, тж. подавлять, заглушать (τὰν θεμερῶπιν αἰδῶ Aesch. - in tmesi; τὸ λυπηρόν Thuc.);
3) сталкивать, сбивать (τινὰ ὁδοῦ Eur.);
4) силой заставлять, принуждать (τινὰ εἰς τὴν ὁμολογίαν Polyb.);
5) поражать, приводить в смущение, смятение или в изумление, ошеломлять (τινὰ κάλλει Aeschin.): ὅ μ᾽ ἐκπλέσσει λόγου (v. l. λέγειν) Eur. мне трудно говорить об этом; преимущ. pass. поражаться, смущаться: ἐκπεπληγμένος φόβῳ Soph. охваченный страхом или обезумевший от страха; ἐκπλαγῆναι φρένας Aesch. или ἐκπληχθῆναι ψυχήν Eur. обезуметь, быть вне себя; ἐκπεπλῆχθαι ἐπὶ τῷ κάλλει τινός Xen. быть пораженным чьей-л. красотой; ὑπὸ τῆς συμφορῆς ἐκπεπληγμένος Her. потрясенный этим несчастьем; ἐκπλαγεὶς τὰ προκείμενα ἀγαθά Her. изумленный находящимися перед его глазами богатствами; διὰ τὸ τοιοῦτον ἐκπλαγέντες Thuc. приведенные этим в замешательство; ἐκπεπληγμένος τῷ ἀπροσδοκήτῳ Plut. опешивший от неожиданности; ἐκπεπληγμένος κέντροις ἔρωτος Eur. сраженный стрелами любви; ὑπὸ τῶν ἡδονῶν ἐκπληττόμενος Plat. упивающийся наслаждениями.