ἔπαυλις: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔπαυλις:''' -εως, ἡ, = το επόμ., σε Ηρόδ.· [[στάνη]], [[μάντρα]] για πρόβατα.
|lsmtext='''ἔπαυλις:''' -εως, ἡ, = το επόμ., σε Ηρόδ.· [[στάνη]], [[μάντρα]] για πρόβατα.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔπαυλις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> загон, стойло Her., Polyb.;<br /><b class="num">2)</b> имение, поместье Diod., Plut.;<br /><b class="num">3)</b> лагерь, стоянка, бивак Plat., Polyb.
}}
}}

Revision as of 20:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔπαυλις Medium diacritics: ἔπαυλις Low diacritics: έπαυλις Capitals: ΕΠΑΥΛΙΣ
Transliteration A: épaulis Transliteration B: epaulis Transliteration C: epavlis Beta Code: e)/paulis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A steading, Hdt.1.111; οὐκ ἀσφαλὲς λέοντι καὶ προβάτοις ὁμοῦ ποιεῖσθαι τὴν ἔπαυλιν Plb.5.35.13, cf.IG14.1284, etc.    2 farm-building, country house, D.S.12.43, Plu.Pomp.24, Alciphr.Fr. 6.1, etc.    3 in military language, quarters, ἔ. ποιεῖσθαι encamp, Pl.Alc.2.149c; ἐπὶ στρατοπεδείᾳ Plb.16.15.5.    4 unwalled village, LXXLe.25.31,al.

Greek (Liddell-Scott)

ἔπαυλις: -εως, ἡ, ἀγροτικὴ κατοικία βουκόλου, μάνδρα, Ἡρόδ. 1. 111· οὐκ ἀσφαλὲς λέοντι καὶ προβάτοις ὁμοῖ ποιεῖσθαι τὴν ἔπαυλιν, αὐλίζεσθαι ἐν τῇ αὐτῇ μάνδρᾳ, Πολύβ. 5. 35, 13, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 6125. 11. 2) ὑποστατικόν, τὸ Τουρκιστὶ λεγόμενον «τσιφλίκι», οἰκία ἀγροτική, Διόδ. 12. 43, Πλουτ. Πομπ. 34, κλ. 3) ἐν στρατιωτικῇ γλώσσῃ, κατάλυμα, ἐπ. ποιεῖσθαι, καταλύειν, στρατοπεδεύειν, Πλάτ. Ἀλκ. 2. 149C· ἐπὶ τόπῳ Πολύβ. 16. 15, 5.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 endroit pour passer la nuit, particul. pour le bétail parc, étable;
2 bien de campagne;
3 camp, bivouac.
Étymologie: ἐπί, αὐλή.

English (Strong)

from ἐπί and an equivalent of αὐλή; a hut over the head, i.e. a dwelling: habitation.

English (Thayer)

ἐπαυλισεως, ἡ (ἐπί and αὖλις tent, place to pass the night in; hence, a country-house, cottage, cabin, fold), a farm; a dwelling (A. V. habitation): Diodorus, Plutarch, others; also a camp, military quarters, Plato, Polybius)

Greek Monotonic

ἔπαυλις: -εως, ἡ, = το επόμ., σε Ηρόδ.· στάνη, μάντρα για πρόβατα.

Russian (Dvoretsky)

ἔπαυλις: εως ἡ1) загон, стойло Her., Polyb.;
2) имение, поместье Diod., Plut.;
3) лагерь, стоянка, бивак Plat., Polyb.