ἐπακρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur

Menander, Monostichoi, 100
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπακρίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[φθάνω]] στην [[κορυφή]], στο ανώτατο [[σημείο]] ενός πράγματος, <i>αἱμάτων ἐπήκρισε</i>, έφθασε στο υψηλότερο [[σημείο]] των αιματηρών του κατορθωμάτων, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἐπακρίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[φθάνω]] στην [[κορυφή]], στο ανώτατο [[σημείο]] ενός πράγματος, <i>αἱμάτων ἐπήκρισε</i>, έφθασε στο υψηλότερο [[σημείο]] των αιματηρών του κατορθωμάτων, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπακρίζω:''' достигать вершины, совершенства или апогея: πολλῶν αἱμάτων ἐπήκρισεν [[Ὀρέστης]] Aesch. (умертвив мать), Орест совершил самое страшное из многих убийств.
}}
}}

Revision as of 20:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπακρίζω Medium diacritics: ἐπακρίζω Low diacritics: επακρίζω Capitals: ΕΠΑΚΡΙΖΩ
Transliteration A: epakrízō Transliteration B: epakrizō Transliteration C: epakrizo Beta Code: e)pakri/zw

English (LSJ)

   A reach the top of a thing, πολλῶν αἱμάτων ἐπήκρισε ( ἐπ' ἄκρον ἦλθε, Sch., τέλος ἐπέθηκεν, Hsch.) he reached the farthest point in deeds of blood, of Orestes, A.Ch.932.

German (Pape)

[Seite 897] den Gipfel erreichen, πολλῶν αἱμάτων ἐπήκρισε τλήμων Ὀρέστης, er gelangte zum Gipfel vieler Blutschuld, durch den Muttermord, Aesch. Ch. 920.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπακρίζω: φθάνω εἰς τὸ ἀνώτατον σημεῖον πράγματός τινος, πολλῶν αἱμάτων ἐπήκρισε τλήμων Ὀρέστης («ἐπ’ ἄκρον ἦλθε» Σχολ.), ἔφθασεν εἰς ὕψιστον σημεῖον αἱματηρῶν ἔργων, Αἰσχύλ. Χο. 932. Κατὰ τὸν Εὐστ. (Ὀδ. 1636, 49) «ἐπήκρισε ἀντὶ τοῦ ἐπ’ ἄκρον ἤγαγε καὶ τέλος ἐπέθηκεν», πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λ. ἐπήκρισεν.

French (Bailly abrégé)

combler la mesure de, gén..
Étymologie: ἐπί, ἄκρος.

Greek Monolingual

ἐπακρίζω (Α)
φθάνω στο ακρότατο σημείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ακρίζω «βαδίζω στις μύτες τών ποδιών»].

Greek Monotonic

ἐπακρίζω: μέλ. -σω, φθάνω στην κορυφή, στο ανώτατο σημείο ενός πράγματος, αἱμάτων ἐπήκρισε, έφθασε στο υψηλότερο σημείο των αιματηρών του κατορθωμάτων, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπακρίζω: достигать вершины, совершенства или апогея: πολλῶν αἱμάτων ἐπήκρισεν Ὀρέστης Aesch. (умертвив мать), Орест совершил самое страшное из многих убийств.