εὐμάραθος: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐμάρᾰθος:''' -ον, [[πλούσιος]], [[άφθονος]] σε [[μάραθο]], σε Ανθ. | |lsmtext='''εὐμάρᾰθος:''' -ον, [[πλούσιος]], [[άφθονος]] σε [[μάραθο]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐμάρᾰθος:''' богатый укропом ([[πρηών]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:08, 31 December 2018
English (LSJ)
[μᾰ], ον,
A abounding in fennel, AP9.318 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 1079] πρηών, reich an Fenchel, Leon. Tar. 56 (IX, 318).
Greek (Liddell-Scott)
εὐμάρᾰθος: -ον, ἔχων ἄφθονον μάραθον, Ἀνθ. Π. 9. 318.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
abondant en fenouil.
Étymologie: εὖ, μάραθον.
Greek Monolingual
εὐμάραθος, -ον (Α)
(για τόπο, για αγρό) αυτός που έχει καλό και άφθονο μάραθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μάραθος].
Greek Monotonic
εὐμάρᾰθος: -ον, πλούσιος, άφθονος σε μάραθο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὐμάρᾰθος: богатый укропом (πρηών Anth.).