ἑψητήρ: Difference between revisions

From LSJ

πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑψητήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ἕψω]]), [[δοχείο]], [[σκεύος]] για [[βράσιμο]] ([[χύτρα]]), σε Ανθ.
|lsmtext='''ἑψητήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ἕψω]]), [[δοχείο]], [[σκεύος]] για [[βράσιμο]] ([[χύτρα]]), σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑψητήρ:''' ῆρος ὁ котелок, горшок для варки Anth.
}}
}}

Revision as of 21:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑψητήρ Medium diacritics: ἑψητήρ Low diacritics: εψητήρ Capitals: ΕΨΗΤΗΡ
Transliteration A: hepsētḗr Transliteration B: hepsētēr Transliteration C: epsitir Beta Code: e(yhth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A dish or pan for boiling, AP6.305 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 1132] ῆρος, ὁ, der Kocher, der Kessel, Leon. Tar. 14 (VI, 305).

Greek (Liddell-Scott)

ἑψητήρ: ῆρος, ὁ, χύτρα, ἀγγεῖον πρὸς βράσιν, Ἀνθ. Π. 6. 305.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
marmite.
Étymologie: ἑψέω.

Greek Monolingual

ἑψητήρ, ὁ (Α) ἕψω
σκεύος που χρησιμεύει για βράσιμο, ψηστήρας, χύτρα.

Greek Monotonic

ἑψητήρ: -ῆρος, ὁ (ἕψω), δοχείο, σκεύος για βράσιμο (χύτρα), σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἑψητήρ: ῆρος ὁ котелок, горшок для варки Anth.