θωρακοποιός: Difference between revisions

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
(5)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θωρᾱκοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που κατασκευάζει θώρακες, σε Ξεν.
|lsmtext='''θωρᾱκοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που κατασκευάζει θώρακες, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''θωρᾱκοποιός:''' ὁ мастер, изготовляющий панцири Xen.
}}
}}

Revision as of 21:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θωρᾱκοποιός Medium diacritics: θωρακοποιός Low diacritics: θωρακοποιός Capitals: ΘΩΡΑΚΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: thōrakopoiós Transliteration B: thōrakopoios Transliteration C: thorakopoios Beta Code: qwrakopoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A maker of breastplates, X. Mem.3.10.9, IG22.1261.3, PTeb.278i8 (i A.D.).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
fabricant de cuirasses.
Étymologie: θώραξ, ποιέω.

Greek Monolingual

θωρακοποιός, ὁ (Α)
ο κατασκευαστής θωράκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θώραξ, -ος + -ποιός (< ποιώ)].

Greek Monotonic

θωρᾱκοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που κατασκευάζει θώρακες, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

θωρᾱκοποιός: ὁ мастер, изготовляющий панцири Xen.