ἰτός: Difference between revisions
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἰτός:''' -ή, -όν ([[εἶμι]], [[ibo]]), προσπελάσιμος, [[διαβατός]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἰτός:''' -ή, -όν ([[εἶμι]], [[ibo]]), προσπελάσιμος, [[διαβατός]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰτός:''' [adj. verb. к [[εἶμι]] проходимый, доступный ([[ὁδός]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν, (εἶμι
A ibo) passable, ὁδός AP7.480 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 1274] gangbar, ἡ οὔπω πρὶν ἰτὴ ὁδός Leon. Tar. 68 (VII, 480), ἴτην f. l.
Greek (Liddell-Scott)
ἰτός: -ή, -όν, (εἶμι) ὃν δύναταί τις νὰ διαβῇ, διαβατός, Ἀνθ. Π. 7. 480.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
où l’on peut aller, accessible.
Étymologie: εἶμι.
Greek Monolingual
ἰτός, -ή, -όν (Α)
διαβατός, βατός, πορευτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. -ι- του ρ. εἶμι + κατάλ. ρηματ. επιθ. -τος].
Greek Monotonic
ἰτός: -ή, -όν (εἶμι, ibo), προσπελάσιμος, διαβατός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἰτός: [adj. verb. к εἶμι проходимый, доступный (ὁδός Anth.).